ΕΝΑ ΜΟΥΡΟ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΜΑΝΑΒΙΚΟ ήταν μονίμως απρόσεκτο και τα έκανε όλα χάλια κάθε φορά που έπιανε μπογιές ή φαγώσιμα στα χέρια του.
Μια μέρα λοιπόν, το έπιασε όρεξη να ζωγραφίσει. Μόλις τα άλλα φρούτα και λαχανικά είδαν τις μπογιές και τα πινέλα φοβήθηκαν ότι θα γεμίσει τους τοίχους πιτσιλιές.
Αυτό πάλι, κλείστηκε σε ένα δωματιάκι και βάλθηκε να τους αποδείξει το αντίθετο: πως θα ζωγράφιζε όμορφα πράγματα με λεπτές γραμμές και σχήματα δίχως να λερώσει παραπάνω τον καμβά.
Πρώτα λοιπόν ζωγράφισε ένα δάσος με μυτερά δέντρα. Το έδειξε στα άλλα φρούτα και λαχανικά, αλλά αυτά καθόλου δεν εντυπωσιάστηκαν. “Τα ‘χουμε ξαναδεί αυτά”, του είπαν.
Ύστερα αυτό συνέχισε: ζωγράφισε βουνά, ποτάμια, πόλεις και τον έναστρο ουρανό με το φεγγάρι. Όλα αυτά με πολλή προσοχή ώστε να μην του φύγει κάπου παραπάνω μπογιά και να μη λερώσει.
Αφού ολοκλήρωσε τα δημιουργήματά του, τα παρουσίασε στα άλλα φρούτα και λαχανικά. “Απίστευτο που δεν πιτσίλισες κάπου, αλλά είναι όλα σου τα δημιουργήματα τόσο συνηθισμένα και καθημερινά”.
Τότε αυτό κλείστηκε στο δωμάτιο για μια ακόμη φορά και αποφάσισε να ζωγραφίσει τον καλύτερο πίνακα όλων των εποχών: τη Τζοκόντα. Έβαλε όλο του το μεράκι, όμως τελευταία στιγμή που έκανε να μουλιάσει το πινέλο στο νέρο, έτυχε να ρίξει τη μπογιά πάνω στον πίνακα και χαλάσει όσα με κόπο είχε φτιάξει. Όσο πάλεψε να βγάλει τη μπογιά, τόσο χειρότερο τον έκανε, μέχρι που κατέληξε με μια μεγάλη, πολύχρωμη μουτζούρα που σε τίποτα δε θύμιζε το αρχικό δημιούργημα.
“Σου πάει πολύ η αφηρημένη τέχνη!”, του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά μόλις είδαν τι είχε ζωγραφίσει, κι αυτό απόρησε, αφού δεν ήξερε τη λέξη.
Έκτοτε ζωγραφίζει μόνο αφηρημένη τέχνη, κι αν τύχει και του πέσει παραπάνω μπογιά κάπου από απροσεξία, βρίσκει τον τρόπο να ομορφύνει τον πίνακά του κι άλλο.