ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Φελίσια, η οποία αγαπούσε πολύ τα παραμύθια. Τόσο όμορφα περνούσε μάλιστα διαβάζοντας παραμυθένιες ιστορίες, που καταβρόχθιζε τόμους ολόκληρους απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τη δροσιά των δέντρων του μαγεμένου δάσους.
Μια μέρα ωστόσο, καθώς διάβαζε μια αγαπημένη συλλογή με παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ με την πλάτη της ακουμπισμένη στη ρίζα ενός πλάτανου, έτυχε να την πάρει ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, τρόμαξε πολύ μόλις συνειδητοποίησε ότι το αγαπημένο της βιβλίο είχε κάνει φτερά. "Ποιός βρέθηκε να μου το πάρει μέσα σε αυτή την ερημιά;", αναρωτήθηκε απογοητευμένη.
Έτσι έψαξε καλά καλά κοντά στο δέντρο και αφού σιγούρεψε πως δεν το είχε χάσει, ξεχύθηκε μέσα στο δάσος και άρχισε να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά της: ρώτησε ξωτικά, νάνους, ζώα και πουλιά, δίχως όμως να βγάλει άκρη αφού κανείς δεν ήξερε που είχε πάει το βιβλίο ούτε και είχε δει κάποιον να το παίρνει.
Όταν κάποια στιγμή έπεσε η νύχτα, αυτή κουρασμένη σκέφτηκε να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Μόλις λίγα βήματα πιο κάτω όμως και είδε μπροστά της να υψώνεται μια πελώρια φωτιά κατασκήνωσης, γύρω απ' την οποία βρισκόντουσαν καθισμένοι λογής λογής σκαντζόχοιροι και άλλα ζώα - ταξιδευτές που αφηγούνταν ιστορίες. Τότε αυτή κρύφτηκε πίσω απ' τον κορμό ενός δέντρου για να τις ακούσει και να δει μην τυχόν της είχαν πάρει αυτοί το βιβλίο.
Μόλις άκουσε τις ιστορίες που έλεγαν, κατάλαβε πως ήταν ακριβώς οι ίδιες ιστορίες που διάβαζε πριν αποκοιμηθεί το μεσημέρι, απ' το αγαπημένο της βιβλίο των αδελφών Γκριμμ. "Μήπως τυχόν πήρατε το βιβλίο μου τότε;", έκανε να τους ρωτήσει βγαίνοντας απ' την κρυψώνα της, όμως αυτή την απογοήτευσαν: "Πρόκειται για ιστορίες που ακούσαμε από δυο γεράκους που πέρασαν από δω το πρωί".
Έτσι την παρηγόρησαν και της κράτησαν παρέα μέχρι το επόμενο πρωί. Μόλις αυτή σηκώθηκε και αφού πλέον ήταν μέρα, συνέχισε να ψάχνει σε όλο το δάσος και να ρωτάει μην τυχόν και είχε δει κανείς το βιβλίο της. Τότε βρέθηκε μπροστά της μια κακιά μάγισσα, με μια άσχημη, γαμψή μύτη και ένα σκουπόξυλο σαν να είχε βγει από κάποιο παραμύθι, η οποία την αιχμαλώτισε βάζοντάς της μια γυάλα. Ύστερα την πήγε στο σπίτι της που βρισκόταν στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου.
Μόλις την άφησε για λίγο μόνη της, η γάτα που είχε σπίτι της η μάγισσα έκανε να παίξει μαζί της. Τόσο πεινασμένη που ήταν όμως, της μπήκε πειρασμός μεγάλος και σκέφτηκε πως η νεράιδα θα ήταν εκλεκτός μεζές. Καθώς όμως πήγε να βάλει το χέρι της μέσα στη γυάλα για να την πιάσει, η γυάλα της γλίστρησε και της έπεσε στο πάτωμα όπου έγινε χίλια κομμάτια. Η καλή μας Φελίσια, με την καρδιά της να χτυπάει από την αγωνία, έβαλε τα δυνατά της και πέταξε πετάξει μακριά, φεύγοντας απ' το σπίτι της κακιάς μάγισσας μέσα από το παράθυρο το οποίο είχε ξεχάσει μισάνοιχτο.
Η γάτα την πήρε ξωπίσω, κυνηγόντας τη σε όλο το δάσος. Οι δυο τους έτρεξαν και έτρεξαν, ώσπου με τα πολλά κατέληξαν στα πόδια δυο γέρων με μαγκούρα, που εκείνη τη στιγμή έπαιρναν τον αέρα τους και οι οποίοι έτρεψαν την άγρια γάτα σε φυγή. Η Φελίσια τους ευχαρίστησε, όμως απόρησε μόλις τους είδε να κρατούν ένα βιβλίο με παραμύθια στο χέρι ολόιδιο με αυτό που είχε χάσει το προηγούμενο πρωί. Τόσο πολύ έμοιαζε μάλιστα το βιβλίο που της μπήκε περιέργεια μεγάλη και άρχισε να τους ρωτάει επίμονα για το που το βρήκαν.
"Εμείς τα γράψαμε", της είπαν αυτοί και της εξήγησαν ότι ήταν οι αδελφοί Ιάκωβος και Γουλιέλμος Γκριμμ, ξακουστοί συγγραφείς παραμυθιών.
Μόλις αυτή άπλωσε το χέρι της να πάρει το βιβλίο, αυτοί το έσφιξαν στην αγκαλιά τους. "Όχι, γιατί ήρθε η ώρα να γράψεις το δικό σου παραμύθι!", της είπαν και αντ' αυτού της έδωσαν ένα μαγικό ραβδάκι, το οποίο στην μια του άκρη είχε μύτη μολυβιού, με την οποία η καλή μας νεράιδα, που από εκείνη τη μέρα άρχισε να γράφει, έγραψε τις πιο όμορφες ιστορίες παραμυθιού.
Φήμες λένε πως χρόνια ολόκληρα αργότερα η Φελίσια έγινε ξακουστή συγγραφέας παραμυθιών και πως με τη συγκεκριμένη πένα - ραβδί έγραψε τις πιο όμορφες ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσαν γενιές και γενιές παιδιών.