ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ ζούσε μια νεράιδα, η Τιτάνια, η οποία ήταν βασίλισσα των νεραϊδών και των ξωτικών. Η Τιτάνια φρόντιζε να κυβερνάει το δάσος με δικαιοσύνη και πάντα με σεβασμό στα διάφορα πλάσματα που κατοικούσαν σε αυτό. Έτσι και αυτά με τη σειρά τους, φρόντιζαν να ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις προς τιμή της, για να τη διασκεδάσουν και να γιορτάσουν μαζί της.
Όμως μια ωραία μέρα, η καλή μας βασιλισσούλα έχασε την όρεξή της για θεάματα και άρχισε να τα βρίσκει όλα βαρετά και αναμενόμενα. «Τίποτα απ’ αυτά που βλέπω πια δε με συναρπάζει», είπε και οι άλλες νεράιδες φοβήθηκαν πολύ που το άκουσαν, πιστεύοντας πως τα θεατρικά έργα που ανέβαζαν είχαν χάσει τη μαγεία τους. Έτσι λοιπόν, αυτή έφυγε από το μαγεμένο δάσος χωρίς να τους πει κουβέντα και χωρίς να ξέρει που πάει.
Στα μισά της διαδρομής συνάντησε έναν καλόγερο, ο οποίος αφού υποκλίθηκε μπροστά της, της πρότεινε να επισκεφτεί την κοντινότερη πόλη των ανθρώπων, αφού οι άνθρωποι φημίζονταν για τις μεγάλες γιορτές και τα πανυγήρια που διοργάνωναν για τους βασιλιάδες και τις βασίλισσές τους. Αυτή αναθάρρεψε μόλις το άκουσε και πέταξε με τα ανάλαφρα φτερά της μέχρι την πλατεία της πόλης, όπου βρήκε μια παρέα παιδιών να παίζουν διάφορα θεατροπαιχνίδια και να το διασκεδάζουν με την καρδιά τους.
Μόλις την είδαν, τα παιδάκια ενθουσιάστηκαν τόσο που αναφώνησαν: «Μια νεραϊδούλα, σαν αυτές στα παραμύθια!». Κατευθείαν την έβαλαν στο παιχνίδι τους και άρχισαν να στήνουν ολόκληρη παραμυθοπαράσταση μαζί της. Στην πλατεία της πόλης έγινε μεγάλος χαμός, αφού οι χωρικοί πίστεψαν πως κάποιος μεγάλος θίασος τους είχε επισκεφτεί. Έτσι μαζεύτηκαν τριγύρω τους για να παρακολουθήσουν το θέαμα και η καλή μας βασιλισσούλα καταχάρηκε που έπαιζαν σαν παιδί μαζί με τα άλλα παιδάκια.
Δεν πρόλαβε όμως να περάσει λίγη ώρα, και εμφανίστηκαν στρατιώτες του βασιλιά, οι οποίοι θορυβημένοι από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έδιωξαν τους θεατές και αιχμαλώτισαν τη νεράιδα βασίλισσα με τα όπλα τους. «Είσαι πολύ μεγάλη για να παίζεις σαν παιδί», της είπαν και αφού της φόρεσαν αλυσίδες την οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά τους, ο οποίος δυσκολεύτηκε πολύ να πιστέψει πως μπροστά του είχε αληθινή νεράιδα.
Όταν με τα πολλά οι σύμβουλοί του τον έπεισαν ότι επρόκειτο για αληθινή βασίλισσα, αυτός ενθουσιάστηκε τόσο στην ιδέα που θέλησε να την παντρευτεί. Αφού της ζήτησε συγγνώμη, διοργάνωσε ένα μεγάλο γλέντι προς τιμήν της στο παλάτι του Κάστρου, προσκαλώντας αυλικούς και κόμηδες απ’ όλο το βασίλειό του. Φρόντισε μάλιστα ώστε τους εορτασμούς να πλαισιώσουν θεατρικά δρώμενα, με πολυδουλευμένα έργα που ερμήνευαν επαγγελματίες ηθοποιοί. Η καλή μας νεραϊδούλα όμως, που τόσο είχε κουραστεί απ’ όλα αυτά, στην πρώτη ευκαιρία που δεν την έβλεπε κανένας άνοιξε το παράθυρο και πέταξε μακριά. Οι φρουροί άρχισαν να την ψάχνουν σε όλο το Κάστρο με αγωνία, όμως αυτή πουθενά να βρεθεί.
Πέταξε και πέταξε, ώσπου με τα πολλά απογοητευμένη σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στο μαγεμένο δάσος. Τόσος πολύ καιρός όμως είχε περάσει, που πλέον ήταν καλοκαίρι. Μια ωραία βραδιά του καλοκαιριού λοιπόν και αφού είχε ακόμη δρόμο μπροστά της, είδε ένα ξέφωτο και σκέφτηκε να καθίσει εκεί για να ανάψει φωτιά για τη νύχτα.
Καθώς πλησίαζε, προς μεγάλη της έκπληξη είδε έναν άντρα, έναν συγγραφέα, καθισμένο σε έναν βράχο με μια φτερωτή πένα στο χέρι, να γράφει και να απαγγέλει ποίηση. Τόσο πολύ μαγεύτηκε από τη φωνή του, που κατευθείαν τον ερωτεύτηκε και θέλησει να τον γνωρίσει περισσότερο. Αυτός με τη σειρά του τόσο πολύ μαγεύτηκε που γνώρισε μια νεράιδα, μια αληθινή βασίλισσα, που νόμισε ότι έβλεπε κάποιου είδους όνειρο.Τόση ήταν η έμπνευσή του που άρχισε να γράφει χωρίς σταματημό.
Ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο οποίος εκείνο το βράδυ έγραφε τα σονάτα του, και ο οποίος για να ανταποδώσει τον έρωτά της, έγραψε ολόκληρο θεατρικό έργο για χάρη της.