Κάποτε πέθανε ένας φτωχός και τίμιος αγρότης, και η ψυχή του έφτασε μπροστά στις πύλες του Παραδείσου. Την ίδια στιγμή κατέφθασε και ένας πολύ πλούσιος άρχοντας, ο οποίος επίσης θέλησε να μπει στον Παράδεισο. Έφερε μάλιστα μαζί του μια μεγάλη άμαξα φορτωμένη με χρυσαφικά, πολύτιμους λίθους και άλλα αντικείμενα μεγάλης αξίας, τα οποία πίστευε θα του εξασφάλιζαν την είσοδο. Μπροστά τους εμφανίστηκε ο Άγιος Πέτρος, ο οποίος κρατώντας το κλειδί για την Πύλη του Παραδείσου, τους άνοιξε και τους καλωσόρισε.
Ο πλούσιος ενθουσιασμένος πέρασε την άμαξα από την πύλη, και άρχισε να ξεφορτώνει τα χρυσαφικά για να τα προσφέρει. Τότε όμως εμφανίστηκε μπροστά τους ένας Άγγελος με μια μεγάλη ζυγαριά, πάνω στην οποία τους ζήτησε να τοποθετήσουν ότι πολυτιμότερο έχουν. Ο πλούσιος ξεφόρτωσε ένα-ένα τα αντικείμενα και τα τοποθέτησε πάνω στο δεξί σκέλος της ζυγαριάς. Ο αγρότης όμως, ο οποίος δεν είχε φέρει τίποτα μαζί του, στενοχωρήθηκε πολύ, αφού στην ζωή του δεν κατάφερε ποτέ του να αποκτήσει πλούτη.
Μέσα στην απελπισία του έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού, όπου έπιασε δυο κομμάτια στάχυα, που είχαν ξεμείνει από την τελευταία του μέρα στον αγρό. Δίχως άλλη σκέψη, τα τοποθέτησε πάνω στο αριστερό σκέλος της ζυγαριάς. Τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων και παρά το βάρος των χρυσαφικών, η ζυγαριά έγειρε προς τα αριστέρα.
Τότε ο Άγγελος τους είπε: «Δεν θα ήταν τα στάχυα σε θέση να γείρουν την ζυγαριά, αν δεν είχαν ποτίσει με τον ιδρώτα του αγρότη ανά τα χρόνια». Ο πλούσιος δίχως άλλο έβαλε τα χρυσαφικά του πίσω στην άμαξα και αποχώρησε ταπεινωμένος.