Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια πριγκιποπούλα, η οποία ήταν πολύ όμορφη αλλά ήταν τεμπέλα. Όταν της ζητούσαν να γνέσει, εκνευριζόταν τόσο που όταν μαζευόταν κάποιος κόμπος στο λινάρι, το πετούσε όλο στο πάτωμα και ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Είχε όμως και μια υπηρέτρια η οποία ήταν πολύ προκομμένη, και κάθε φορά που της ζητούσε να συγυρίσει, αυτή έπαιρνε το λινάρι από το πάτωμα, το καθάριζε, το έγνεθε και με αυτό έφτιαχνε πανέμορφα φορέματα.
Ένας νεαρός πρίγκιπας μια φορά ζήτησε σε γάμο την πριγκιποπούλα, και ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που οργάνωσε ένα μεγάλο γλέντι στο παλάτι. Το βράδυ του γάμου, η υπηρέτρια φόρεσε ένα από τα πιο όμορφα φορέματά της. Όταν άρχισε να χορεύει, είχε τόση χάρη μέσα στο φόρεμά της, που η νύφη αναφώνησε:
"Κοίτα τι ωραίο φόρεμα έφτιαξε, με κλωστές που εγώ πετάω!"
Ο βασιλιάς το άκουσε, και ρώτησε την κόρη του τι εννοούσε. Έτσι αυτή του εξήγησε πως το φόρεμα που φορούσε η υπηρέτρια το είχε φτιάξει με ύφασμα φτιαγμένο από κλωστές που αυτή πετούσε όταν έγνεθε. Από εκείνη την μέρα η υπηρέτρια πήρε προαγωγή και έγινε οικονόμος του παλατιού.