Κάποτε ένας άντρας είχε τρεις γιους, τον μικρότερο τον οποίον τον φώναζαν κοροϊδευτικά Ξεφτέρη, αφού όλοι στην οικογένεια τον θεωρούσαν χαζό και απονήρευτο.
Έτυχε όμως μια φορά και ο μεγαλύτερος πήγε στο δάσος για να κόψει ξύλα. Πριν φύγει από το σπίτι του η μητέρα του του έδωσε ένα πολύ νόστιμο κέηκ, καθώς και ένα μπουκάλι κρασί ώστε ούτε να πεινάσει ούτε να διψάσει.
Όταν έφτασε στο δάσος, τον συνάντησε ένας μικρός γκριζομάλλης νάνος, ο οποίος αφού τον καλημέρισε, του είπε: "Δώσε μου ένα κομμάτι κέηκ και λίγο από το κρασί σου, γιατί πεινάω πολύ και διψάω". Αλλά ο πονηρός γιος του απάντησε: "Αν σου δώσω κεηκ και κρασί, τότε δεν θα έχω τίποτα για τον εαυτό μου". Και έτσι έφυγε.
Λίγο πιο κάτω όμως βρήκε ένα δέντρο και σκέφτηκε να το κόψει. Έκανε όμως ένα απότομο χτύπημα και καθώς ο κορμός του δέντρου σωριάστηκε, τον χτύπησε στο χέρι και τον τραυμάτισε. Και έτσι αυτός γύρισε στο σπίτι για να το δέσει, χωρίς να φέρει ξύλα πίσω.
Μετά από λίγο πήγε και ο δεύτερος γιος στο δάσος, και η μητέρα του του έδωσε, όπως και στον μεγαλύτερο γιο, ένα κομμάτι κέηκ και λίγο κρασί. Αλλά και ο δεύτερος γιος, μόλις συνάντησε τον γκριζομάλλη νάνο, του είπε: "Δεν θα σου δώσω ούτε κέηκ ούτε κρασί, γιατί τα φυλάω για τον εαυτό μου." Όμως κι αυτός λίγο πιο κάτω έπαθε τα ίδια με τον αδελφό του: ο άνεμος φύσηξε δυνατά και ξερίζωσε ένα δέντρο, το οποίο έπεσε πάνω στο πόδι του και τον τραυμάτισε. Και έτσι γύρισε στο σπίτι για να το δέσει.
Τότε ο Ξεφτέρης είπε στον πατέρα του: "Πατέρα, ας πάω και γω να κόψω ξύλα". Τότε ο πατέρας του απάντησε: "Οι αδελφοί σου χτύπησαν, και εσύ είσαι ο λιγότερος έξυπνος από όλους, άρα σίγουρα θα χτυπήσεις. Δεν σε αφήνω να πας". Αλλά ο Ξεφτέρης τον παρακάλεσε τόσο πολύ που στο τέλος τον κατάφερε: "Πήγαινε λοιπόν, και μακάρι να γίνεις σοφότερος αφού χτυπήσεις." Αλλά η μητέρα του δεν του έδωσε κέηκ και κρασί, παρά μόνο ξερό ψωμί και ξινή μπύρα που είχαν περισσέψει από την προηγούμενη μέρα. Και έτσι αυτός ξεκίνησε για το δάσος.
Μόλις βρέθηκε στο δάσος, ο γκριζομάλλης νάνος τον χαιρέτησε και του είπε: "Δώσε μου ένα κομμάτι από το κέηκ σου να φάω και λίγο από το κρασί, γιατί πεινάω και διψάω πολύ". Τότε του απάντησε ο Ξεφτέρης: "Δεν έχω ούτε κέηκ ούτε κρασί, παρά μόνο ξυνή μπύρα και ξερό ψωμί. Μετά χαράς όμως να μοιραστώ, και να φάμε μαζί". Και έτσι κάθισαν μαζί και έφαγαν, αλλά το ψωμί δεν τους φάνηκε καθόλου ξερό, ούτε η μπύρα ξινή. "Αφού έχεις καλή και φιλόξενη καρδιά", του είπε ο νάνος, "θα σου πω και γω που θα βρεις την τύχη σου. Στο τέλος του δάσους βρίσκεται ένα παλιό δέντρο, στην ρίζα του οποίου βρίσκεται μια χήνα με χρυσά φτερά. Περιμάζεψέ την αλλά μην θυσιάσεις τα φτερά της για τίποτα λιγότερο απ' ότι αρμόζει σε έναν πραγματικό πρίγκηπα". Αυτά του είπε και χάθηκε στο δάσος.
Ο Ξεφτέρης προχώρησε μέχρι το παλιόδεντρο, έπειτα έβγαλε το τσεκούρι του και το έκοψε από την ρίζα. Εκεί βρήκε μια χήνα, της οποίας τρία από τα φτερά ήταν ολόχρυσα. Την μάζεψε, την έβαλε στο πουγγί που είχε ζωσμένο, και προχώρησε μέσα στο δάσος, ώσπου έπεσε η νύχτα και αναγκάστηκε να πάει σε ένα πανδοχείο για να διανυκτερεύσει.
Εκεί πρώτος του μίλησε ένας τραπεζικός, ο οποίος του είπε: "Αν τα φτερά της χήνας σου είναι όντως χρυσά, ας βάλω ένα μόνο από αυτά σε μια ζυγαριά. Από την άλλη θα βάλω τόσα χρυσά φλουριά, όσα χρειάζονται για να ισορροπήσει η ζυγαριά".
Ο Ξεφτέρης όμως αρνήθηκε να του τα δώσει, αφού οι τσέπες από το παντελόνι που του είχε ράψει η μητέρα του του ήταν τρύπιες και δεν θα μπορούσε να μεταφέρει φλουριά. Λίγο πιο κάτω στο πανδοχείο του μίλησε ένας ποιητής, ο οποίος του είπε: " Αν τα λόγια είναι χρυσός, ένα και μόνο φτερό από την χήνα σου αν μου χαρίσεις, εγώ θα το κάνω πένα και θα γράψω το πιο όμορφο ποίημα για να σου το δώσω. Ως ανταμοιβή θα κρατήσω το χρυσό φτερό."
Για δεύτερη φορά ο Ξεφτέρης αρνήθηκε, αφού ο πατέρας του και όλοι στην οικογένειά του τον θεωρούσαν χαζό και δεν θα πίστευαν πως έγραψε το ποίημα μόνος του. Τελευταίος του μίλησε ένας γελωτοποιός, ο οποίος του είπε: "Πόσες φορές έχω χαρίσει το γέλιο στους ανθρώπους γαργαλώντας τους με ένα φτερό. Αν λοιπόν μου χαρίσεις ένα απ' τα χρυσά φτερά της χήνας που κουβαλάς, θα σου μάθω πως να χαρίζεις γέλιο γαργαλώντας τους άλλους".
Και τρίτη φορά ο Ξεφτέρης αρνήθηκε, αφού όλοι στην οικογένειά του ήδη γελούσαν αρκετά μαζί του και τον θεωρούσαν χαζό. Λίγο πιο κάτω όμως στο πανδοχείο τον χαιρέτησε ένας μάγος, ο οποίος του είπε: "Πήγαινε στο παλάτι και ζήτησε το χέρι της κόρης του βασιλιά. Εκεί θα βρεις να αξιοποιήσεις την χρυσή χήνα."
Το επόμενο πρωί ο Ξεφτέρης μάζεψε την χρυσή χήνα και κίνησε για το παλάτι του βασιλιά. Μόλις παρουσιάστηκε μπροστά του και ζήτησε το χέρι της κόρης του, αυτός του είπε: "Η χήνα σου μπορεί να αξίζει μια περιουσία, αλλά η κόρη μου είναι θλιμμένη και δεν θέλει να παντρευτεί κανέναν, και εγώ δεν θέλω να την αναγκάσω. Θα πρέπει λοιπόν να κερδίσεις την καρδιά της με την αξία σου."
Τότε αυτός μάδησε το ένα φτερό από την χήνα, και με αυτό πήγε να συναντήσει την πριγκίπισσα. Μόλις την συνάντησε και αφού κατάλαβε ότι ήταν θλιμμένη, έβγαλε το φτερό και άρχισε να την γαργαλάει. Αυτή ξέσπασε σε γέλια, και του είπε: "Να 'σαι καλά άνθρωπέ μου, με έκανες και γέλασα. Αλλά για να σε ερωτευτώ θα πρέπει να κερδίσεις την καρδιά μου."
Ο Ξεφτέρης τότε μάδησε και το δεύτερο φτερό, και αφού βούτηξε την άκρη του σε μελάνι, άρχισε με αυτό να γράφει ένα πολύ όμορφο ποίημα. Όταν το τελείωσε, το παρουσίασε στην πριγκίπισσα. Αυτή του είπε: "Πολύ με συγκινεί το ποίημα σου, αλλά εγώ για να παντρευτώ κάποιον θέλω να έρθει με χρυσή άμαξα να με παραλάβει από το παλάτι."
Τότε ο Ξεφτέρης μάδησε και το τρίτο φτερό, και άφησε την χήνα ελεύθερη να φύγει. Με αυτό πήγε στην αγορά και αγόρασε μια ολόχρυση άμαξα, την οποία έσερναν δέκα πανέμορφα άλογα. Το βράδυ με το φεγγαρόφως παρουσιάστηκε μπροστά στην πριγκίπισσα, η οποία τον ερωτεύτηκε και θέλησε να τον παντρευτεί.
Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο που η κόρη του ξεπέρασε την θλίψη της, που φώναξε αμέσως τους υπηρέτες του να οργανώσουν τον γάμο και ένα μεγάλο γαμήλιο γλέντι που θα το θυμόνταν για πάντα. Οι δυο τους παντρεύτηκαν και έζησαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα.