ΕΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ κάποτε έτυχε να πέσει απ΄το καλάθι με τα άλλα αυγά, την ώρα που η νοικοκυρά το πήγαινε στο σπίτι του γιού της για να κάνουν μαζί Ανάσταση.
Για καλή του τύχη όμως δεν έσπασε, παρά μόνο κύλησε σε ένα δρομάκι λίγο πιο κάτω. Τόσο ζαλίστηκε όσο από την κατρακύλα που έχασε τελείως τον προσανατολισμό του. Έτσι όσο κι αν έψαξε στα κοντινά σοκάκια, δεν κατάφερε να βρει το δρόμο για το σπίτι της νοικοκυράς.
"Κάτι πρέπει να κάνω για να τα βγάλω πέρα", σιγομουρμούρισε όταν μετά από λίγες ώρες άρχισε να πέφτει το σκοτάδι της νύχτας. Τότε είδε ένα παιδί να γυαλίζει τα παπούτσια του λίγο πριν φύγει για την Εκκλησία, το οποίο αφού τελείωσε του χάρισε το πανάκι. Αυτό το περιμάζεψε, και αφού το πρόβαρε καλά καλά για να μάθει να το χειρίζεται σωστά, πήγε και κάθισε στα σκαλιά έξω από την Εκκλησία και περίμενε υπομονετικά να αρχίσει να έρχεται κόσμος.
Πρώτος λοιπόν πέρασε ένας πλούσιος και το καλό μας αυγό του γυάλισε τα παπούτσια τόσο καλά που μπορούσε να δει το πρόσωπό του να καθρεφτίζει σε αυτά. Όταν ήρθε η ώρα όμως να πληρωθεί, αυτός δεν του άφησε ούτε μισό κέρμα, μα ούτε και του είπε ευχαριστώ, παρά μόνο του εξήγησε πως με τα λεφτά που είχε θα μπορούσε να αγοράσει καινούρια παπούτσια που να γυαλίζουν ακόμη περισσότερο.
Δεύτερος πέρασε ένας έμπορος, ο οποίος είχε ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Όσο πλατύ ήταν όμως το χαμόγελό του, άλλο τόσο δεν έδωσε σημασία στο αυγό, το οποίο έκανε να του γυαλίσει τα παπούτσια.
Τρίτος, πέρασε ένας φτωχός, του οποίου τα παπούτσια ήταν παλιά και σκισμένα. Το καλό μας αυγό του τα γυάλισε όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά αυτά είχαν φθαρεί τόσο πολύ που εξακολουθούσαν να μοιάζουν πως ήταν για πέταμα. "Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, έτσι θα κάνω και γω για σένα ό,τι καλύτερο μπορώ", του είπε αυτός και του πέταξε μια τρύπια δεκάρα.
Ήταν αρκετή ώστε με αυτή να πληρώσει ακριβώς το ταξί με το οποίο το αυγό πήγε πίσω στο σπίτι της νοικοκυράς, στο οποίο τα άλλα αυγά το περίμεναν με μεγάλη αγωνία για να κάνουν Ανάσταση.