ΉΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΝΑΝΟΣ που τον έλεγαν Βαλσάμη, ο οποίος ήταν τεμπέλης και παρίστανε συνέχεια τον άρρωστο για να μην τον βάζουν να κάνει δουλειές και να κοιμάται παραπάνω.
Τόσο τεμπέλης ήταν μάλιστα, που οι άλλοι νάνοι τον έλεγαν κοροϊδευτικά «σαράβαλο», αφού τον είχαν καταλάβει ότι το έκανε σκόπιμα και τους φόρτωνε τις αγγαρείες. Έτσι μια μέρα που το κακό παράγινε και ζήτησαν απ’ τον βασιλιά Όνειρο να τον τιμωρήσει, αυτός του ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του και να δικαιολογηθεί.
Όταν αυτός τα αρνήθηκε όλα, ο Όνειρος του είπε: «αφού λοιπόν είσαι εργατικός όπως λες, θέλω αύριο να πας στις κηρήθρες και να φέρεις πίσω μέλι». Αφού επιλογή άλλη δεν είχε, ο Βαλσάμης δέχθηκε.
Με τα χίλια ζόρια την επόμενη μέρα σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, φόρεσε στολή και πήγε στις κηρήθρες να μαζέψει το μέλι. Μετά βίας όμως γέμισε τον πάτο του δοχείου και ένιωσε να κουράζεται, αφού ήταν τεμπέλης. Έτσι σκέφτηκε να ρίξει έναν υπνάκο στο γρασίδι. «Ούτε που θα το καταλάβουν άμα αργήσω και λίγο», σκέφτηκε.
Αφού ροχάλισε καλά καλά όμως, ξύπνησε απότομα από τον ήχο μελισσών, οι οποίες του έδωσαν μια δυνατή τσιμπιά στον πισινό. Αυτός πετάχτηκε απότομα και άρχισε να τρέχει, όμως οι μέλισσες τον πήραν ξωπίσω. Τότε για κακή του τύχη, κατάλαβε πως απ’ την τεμπελιά του είχε ξεχάσει να ανεβάσει το φερμουάρ: απ’ το τρέξιμο το παντελόνι του… έπεσε, κι αυτός έμεινε να το τσαλαπατάει αντί να τρέχει. Με τα πολλά, το έβγαλε τελείως, και άρχισε να τρέχει με μόνο τα εσώρουχα από τη μέση και κάτω και τις μέλισσες να τον κυνηγάνε.
Όταν κάποια στιγμή πλησίασε στο χωριό των νάνων, αυτοί παραξενεύτηκαν πολύ με το θέαμα και μαζεύτηκαν να δουν. Με τις μέλισσες να τον έχουν πάρει στο κατόπι, ο Βαλσάμης έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ώσπου με τα πολλά βρέθηκε κοντά σε ένα ποτάμι. Για να γλιτώσει από τις μέλισσες, πήγε να ρίξει ένα σάλτο για να βουτήξει, όμως τελευταία στιγμή σκόνταψε σε κάτι κλαδιά και σωριάστηκε στο έδαφος.
Τότε σκέφτηκε αντί να κουνηθεί, να κάνει τον ψόφιο κοριό. Οι μέλισσες τόσο μπερδεύτηκαν που το πίστεψαν και έκαναν μεταβολή να γυρίσουν στις κηρήθρες τους αντί να τον τσιμπήσουν. Και έτσι, τους γλίτωσε.
Οι άλλοι νάνοι τότε τον πλησίασαν και τον βοήθησαν να σηκωθεί και να καθαριστεί. «Να που σου βγήκε σε καλό μια φορά να παριστάνεις τον ψόφιο κοριό», του είπαν και λύθηκαν στα γέλια.
Από τότε πήρε το μάθημά του, να κοιμάται λιγότερο.