«Μια βαλίτσα δρόμο», σκέφτηκε, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μετράει από μέσα του, καθώς οι τροχοί του αεροπλάνου ακούμπησαν στο έδαφος. Με το δεξί του χέρι κάλυψε τα μάτια του για να μη βλέπει έξω. Το αεροπλάνο πάλι, σίγουρο για τα βήματά του, πάτησε την άσφαλτο του αεροδρομίου και συνέχισε την αναμενόμενη πορεία του μέχρι το βαν που θα παραλάμβανε τους επιβάτες. Μετά από λίγο μια αεροσυνοδός τους ενημέρωσε ότι το ταξίδι είχε ολοκληρωθεί και ότι ο καιρός στο Ντύσσελντορφ ήταν πολύ καλός, με λίγα σύννεφα και ήλιο. Αυτός πάλι κούμπωσε το μπουφάν μέχρι πάνω, έπιασε κάπως άγαρμπα την χειραποσκευή από τη λαβή και κόλλησε στην ουρά για να αποβιβαστεί. Στην έξοδο του αεροδρομίου τον περίμενε ένας ταξιτζής με μια επιγραφή σε χαρτόνι στα χέρια που έγραφε "Herr Georgiou".
Δεν είναι εύκολο πράγμα η ξενιτιά, και αυτό το γνώριζε καλά. Η μάνα του είχε κάνει τα πάντα για να τον αποτρέψει, το ίδιο και ο πατέρας του, αλλά μάταια. Αυτός ήθελε ένα νέο ξεκίνημα, απαλλαγμένο από τα άγχη της Αθήνας και όσο πιο μακριά γίνεται από τον προηγούμενο εργοδότη του και την «μνημονιακή λαίλαπα» που έπινε το αίμα αθώων ελλήνων εργαζομένων. Κάπως έτσι αποφάσισε να τα μαζέψει και να φύγει, όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν αλλά και πολλοί μετά. Οργάνωσε και σχεδίασε το νέο του ξεκίνημα με κάθε λεπτομέρεια: πρώτα θα μετακόμιζε αυτός. Μισό μήνα μετά θα ερχόταν και η Χριστίνα. Μαζί θα ζούσαν το όνειρο. Θα «κλείδωναν» την αγάπη τους στον Ρήνο. Με την σκέψη βαριά από όλα αυτά, φόρτωσε τις βαλίτσες στο ταξί και ξεκίνησε.
Μισή ώρα αργότερα και λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κολωνία, τον περίμενε το νέο του σπίτι. Η κούρασή του από το ταξίδι ήταν τέτοια που το μόνο που ήθελε πραγματικά ήταν ένα ζεστό ντους και ένα κρεβάτι. Με γρήγορες, κοφτές κινήσεις, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη, το τοποθέτησε στην πόρτα και το γύρισε. Έπειτα πάτησε τον διακόπτη και έσυρε την βαλίτσα στην μέση του άδειου δωματίου, στο οποίο βρίσκονταν μόλις ένα ράντζο, ένας καναπές και ένα χαλί. Τα υπόλοιπα έπιπλα θα έρχονταν στην ώρα τους. Για αρχή, του αρκούσε που το σπίτι διέθετε θέρμανση, παράθυρα, και δυο-τρια έπιπλα για να αποθέσει το κορμί του. Δίχως άλλη χρονοτριβή έβγαλε το τηλέφωνο και κάλεσε πρώτη-πρώτη την μητέρα του: «Μαμά, είμαι καλά, μπήκα στο σπίτι. Έχει ήλιο εδώ. Μπαίνω για μπάνιο τώρα. Σε φιλώ.»
Ύστερα άνοιξε βιαστικά το φερμουάρ της βαλίτσας και έβγαλε το νεσεσσέρ και δυο-τρεις πετσέτες, σκαλίζοντας μέσα από τόνους ρούχα. Άφησε το ζεστό νερό της ντουζιέρας να ξεπλύνει όλη του την κούραση. Του έκανε μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση, το πως είναι δυνατόν, ένα σπίτι σε μια τόσο κρύα και ανήλιαγη χώρα, να έχει ζεστό νερό από το ηλιακό θερμοσίφωνο. «Έκανα πολύ καλή επιλογή», σκέφτηκε, «και σε τιμή ευκαιρίας».
Αναζωογονημένος βγήκε από την μπανιέρα και συνέχισε να σκάβει την βαλίτσα. Έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο κουτί καφέ, ζάχαρη, ένα shaker και κουταλάκια. «Ένα φραπεδάκι τώρα θα ήταν ό,τι πρέπει για να πάρω δυνάμεις», σκέφτηκε. Πέταξε τα συστατικά μέσα στο shaker, έπειτα έβγαλε ένα «κολωνάτο» γυάλινο ποτήρι και το γέμισε μέχρι πάνω με το πηχτό μείγμα. Στο τέλος, σαν κερασάκι στην τούρτα, τοποθέτησε το καλαμάκι και τράβηξε μια πρώτη ρουφηξιά.
«Γιατί και η Γερμανία θέλει το φραπέ της», σκέφτηκε και έκανε να ανοίξει το παντζούρι του παραθύρου για να μπει ήλιος στο δωμάτιο. Οι ακτίδες του ηλίου γέμισαν το δωμάτιο με φως, λούζοντάς τον με το ζεστό τους άγγιγμα στο πρόσωπο. Αφού γλυκάθηκε, είπε να ανοίξει και το παντζούρι της μπαλκονόπορτας για να βγει έξω να το χαρεί. Το θέαμα όμως που αντίκρισε τον έκανε να ασπρίσει από το κακό του και να μείνει με το στόμα ανοικτό. «Μα πως την πάτησα έτσι;»
Το "μπαλκόνι" ήταν μια σπιθαμή, στην άκρη του οποίου βρισκόταν ξεχασμένη μια μικρή γλάστρα. Ίσα ίσα που χωρούσε άνθρωπος να βγάλει το πόδι του έξω πριν βρει κάγκελο. Να επρόκειτο για κατασκευαστικό λάθος; Περιεργάστηκε την γειτονιά με την ματιά του και αντίκρυσε ένα απρόσμενο θέαμα: δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι στην περιοχή με μπαλκόνι, παρά μόνο με παράθυρα, κάποια εκ των οποίων ψηλά σαν το δικό του. Στον ορίζοντα βέβαια φαινόταν η πεδιάδα και στο βάθος ο Ρήνος σε όλο του το μεγαλείο.
Έβγαλε από την τσέπη το τηλέφωνο βιαστικά και πάτησε ένα-ένα τα νούμερα. Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου τον περίμενε η Χριστίνα, γεμάτη αγωνία. «Αγάπη μου, θα πάθω κατάθλιψη. Το σπίτι μας δεν έχει μπαλκόνι», της είπε, σκασμένος απ' το κακό του. Αυτή πάλι, κόντεψε να λυθεί απ' τα γέλια. «Δεν θα την παλέψω εδώ μέσα, να το ξέρεις...», της συμπλήρωσε, κλείνοντας το τηλέφωνο. Έπειτα τράβηξε μια τζούρα απ'τον φραπέ και άρχισε να μονολογεί.
«Ακούς εκεί σπίτι χωρίς μπαλκόνι! Μα καλά, που πίνουν το φραπέ τους οι χριστιανοί σε αυτή τη χώρα;»