(ιστορία για μεγάλους)
Πάνε χρόνια ολόκληρα που είμαι ερωτευμένος μαζί της... δεν μπορώ να της το πω - πως θα μπορούσα εξάλλου, εγώ, ένας απλός καθρέφτης - αλλά αυτό ακριβώς είναι που με μαγεύει σε αυτή. Αυτό που στήνεται μπροστά μου για να φτιάξει το μακιγιάζ της, ή για πιο απλά πράγματα, όπως να βάλει το κραγιόν της ή να νυφτεί το πρωί μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. Από την μια είναι αυτό το ανεκπλήρωτο, και από την άλλη αυτή η αίσθηση ότι γινόμαστε ένα καθώς αντικρίζει το ειδωλό της σε μένα. Ώρες ώρες, μάλιστα, νιώθω πως ταυτίζομαι με αυτό το είδωλο, πως με τραβάει όλο και περισσότερο σε αυτήν, και πως όλο αυτό έχει μια έντονα μεταφυσική διάσταση, σαν δυο πλανήτες που συγκρούονται σε έναν απόμακρο γαλαξία.
Εκείνη την μέρα όμως, ήδη από την στιγμή που πήρε το κραγιόν και το άγγιξε πάνω μου, ήξερα πως θα συνέβαινε κάτι πρωτόγνωρο. Ποτέ μου δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Ο ερωτισμός των κινήσεών της, η απαλότητα με την οποία έπιασε το κραγιόν και το πίεσε πάνω στην ψυχρή επιφάνειά μου, με έκαναν να νιώθω σαν να ήμουν το αντικείμενο της ερωτικής της εξομολόγησης. Σχημάτισε ένα-ένα τα γράμματα και με αυτά ύστερα ολόκληρες λέξεις, αφήνοντας την κοκκινάδα του κραγιόν να σμίξει με το είδωλό της πάνω μου: "με πολλή α γ ά πη, στο μ ω ρ ό μου". Έλιωσα.
Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Πολύ περισσότερο όμως δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου όταν την είδα να γεμίζει την μπανιέρα μπροστά μου με νερό και να απλώνει κατακόκκινα λουλουδένια πέταλα πάνω στον αφρό του. Για μένα άραγε όλα αυτά; Με τις πονηρές σκέψεις μου έβαλα τα χίλια μύρια. Τι τύχη κι αυτή, να μπορείς να δεις τις πιο ιδιαίτερες στιγμές ενός ανθρώπου, και τι ατυχία, να μη μπορείς να αντιδράσεις ούτε στο ελάχιστο. Να νιώθεις ότι σου δίνονται αλλά να μην μπορείς να δοθείς. Και εκεί, πάνω που έλεγα πως ήταν η καλή μου μέρα, την είδα να περνάει μπροστά μου και να σβήνει το φως. Μαζί και τον ενθουσιασμό μου.
Για τα επόμενα λεπτά βυθίστηκα στην αγωνία και την περιέργεια. Να είχε πάει κάπου; Μόνο μια ικμάδα κιτρινόλευκου φωτός έφτανε στο μπάνιο από την πόρτα. Δεν μπορούσα να καταλάβω, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν μπορούσα και να ακούσω. Ώσπου μετά από αρκετή ώρα, τα φώτα άναψαν απότομα και μπροστά μου αντίκρισα ένα θέαμα που με έκανε να θέλω να ραγίσω από την στενοχώρια μου: η αγαπημένη μου φιλιόταν παθιασμένα με έναν καλογυμνασμένο μουσάτο νεαρό. Αυτός της άγγιζε το λαιμό με το δεξί του χέρι, αυτή πάλι είχε περάσει το χέρι της ανάμεσα στα μαλλιά του και του τα χάιδευε καθώς φιλιόντουσαν. Τα δυο στόματα δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Σαν να μην ήμουν εκεί.
Μα πως μπόρεσε; Εμένα δεν με σκέφτηκε καθόλου; Και η αφιέρωση... δεν ήταν για μένα...; Οι σκέψεις μου θόλωσαν, μαζί και το τζάμι μου. Μόνο που ένιωσα την άχνα του τύπου να απλώνεται πάνω μου, μου ήρθε αναγούλα. Ένιωσα προδομένος... μας πως είναι δυνατόν; Η ίδια κοπέλα που χρόνια τώρα μου εμπιστευόταν τις πιο μύχιες σκέψεις και τις πιο ιδιαίτερες στιγμές της, να μου έχει στήσει ένα τόσο ύπουλο παιχνίδι; Ένα αίσθημα πνιγμού διαπέρασε τα κρύσταλλά μου καθώς ο τύπος καθάρισε την άχνα από πάνω μου τρίβοντας την με την παλάμη. Και τότε, καθώς η "καλή" μου του τακτοποίησε τα λιγδιασμένα του μαλλιά στο πλάι, η αντανάκλαση μιας πιπιλιάς στο λαιμό του μου χάρισε την εκδίκηση που ποθούσα διακαώς.
Του άστραψε ένα φούσκο όλο δικό του. Αυτός πάλι έπιασε απότομα το μάγουλό του, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα ούλα του στην θέση τους. Έπειτα ακολούθησε ο χαμός. Πότε τους έχανα από μπροστά μου και πότε οι μορφές τους επανέρχονταν, έστω και για δευτερόλεπτα. Άλλες φορές πάλι μπορούσα να διακρίνω μόνο σκιές στον απέναντι τοίχο. Να είχα μόνο αυτιά να άκουγα τι έλεγαν, και τι στον κόσμο! Προσπάθησα όσο μπορούσα, να αφήσω τα είδωλά τους να αποτυπωθούν πάνω μου ώστε να νιώσω έστω και για λίγο, όπως ένιωθαν αυτοί. Το χέρι της καλής μου όμως ήρθε να ακουμπήσει πάνω μου με ορμή και να μουντζουρώσει τα ομορφόλογα που με τόση γλύκα είχε ζωγραφίσει σε μένα πριν λίγη ώρα.
Την οργή διαδέχτηκαν κλάματα. Την έβλεπα μπροστά στα μάτια μου να κρατάει το πρόσωπό της και να ξεσπάει σε λυγμούς. Απ' ότι μπορούσα να δω, αυτός την είχε πάρει αγκαλιά πάνω στην μπανιέρα και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Πότε την φιλούσε στο μέτωπο και πότε την κοιτούσε στα μάτια και της μιλούσε στα ίσια. Κάποια στιγμή αυτή βρήκε το θάρρος και σηκώθηκε. Και τότε ακριβώς είναι που την είδα να τον πετάει με ορμή στην μπανιέρα με τα ροδοπέταλα, τινάζοντας τόνους νερού στα τριγύρω τοιχώματα, μέχρι που κάποιες σταγόνες έφτασαν και πάνω μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μορφή της καθώς με πλησίαζε για μια τελευταία φορά. Σαν τελευταία ανάμνηση, το πως άρχισε να με κοπανάει και με τα δυο της χέρια τόσο δυνατά, τόσο που ράγισα σε κομμάτια και τα απομεινάρια του κόκκινου κραγιόν πάνω μου αναμείχθηκαν με τις ρανίδες αίματος της.