Όλα πήγαν τέλεια στο κρεβάτι του Δημήτρη και της Αλεξίας. Όπως όμως όριζε το έθιμο, η Αλεξία δεν ήταν εκεί. Είχαν όμως μαζευτεί όλες οι φίλες της, η Αλκμήνη, η Τέτα και η Γεωργία για να επιμεληθούν τα του στρωσίματος. Το έθιμο όριζε πως όταν μεταφερόταν η προίκα στο σπίτι του γαμπρού, οι κοπέλες, κατά κύριο λόγο ανύπαντρες και παρθένες, έστρωναν τα προικώα ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε να τα δει και να τα θαυμάσει, και ετοίμαζαν το κρεβάτι που θα κοιμόντουσαν οι νεόνυμφοι. Η νύφη βέβαια απαγορευόταν να παρευρεθεί σε αυτό, παρά μόνο έβλεπε το κρεβάτι στρωμένο μετά το γάμο.
"Ανύπαντρες σίγουρα, τώρα για το δεύτερο... δεν ξέρω!", είπε με ανάλαφρη διάθεση ο Δημήτρης στον Μίλτο στο τηλέφωνο. Μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα και πίσω από αυτήν ξεπρόβαλε η μορφή ενός παχουλού νεαρού με γυαλάκια και εμφανή τα σημάδια αραίωσης στις τρίχες του κεφαλιού. Για αυτήν όμως την ιδιαίτερη περίπτωση, ο Μίλτος φρόντισε να ξυριστεί, μάλιστα παίρνοντάς τα "κόντρα". Είχε βάλει το καλό του πουκάμισο, ενώ φρόντισε ώστε η συνήθης άσχημη όσμη που συνόδευε τα περιττά του κιλά να καλυφθεί κάτω από την μυρωδιά ενός δυνατού αποσμητικού. Ο Δημήτρης τον καλωσόρισε, έπειτα τον σύστησε.
"Κορίτσια, από δω ο παιδικός φίλος μου ο Μίλτος", τους είπε παρουσιάζοντάς τον ως κάποιο σημαντικό πρόσωπο που θα επισφράγιζε την επιτυχία του εθιμοτυπικού. Έπειτα ακούστηκε μια απρόσμενη φωνή από το βάθος του διαδρόμου: "Κορίτσια στα δικά σας!". Ήταν η κυρά-Γιάννα, η θεία του Δημήτρη, η οποία θέλησε με αυτό τον τρόπο να βάλει το δικό της λιθαράκι στην προσπάθεια του ανιψιού της. Τα κορίτσια φάνηκαν να καταλαβαίνουν τι συνέβαινε, ανταλλάσσοντας χαμόγελα μεταξύ τους στα κλεφτά. Έπειτα συστήθηκαν στον Μίλτο με την σειρά τους, πρώτα η Τέτα, έπειτα η Γεωργία. Τελευταία έμεινε η άλλη κουμπάρα, η Αλκμήνη, η οποία του απηύθυνε τον λόγο κάπως διστακτικά, σαν να ήθελε να τον αποφύγει.
"Άντε ρε μπαγάσα, σε έφτιαξα.", είπε ο Δημήτρης στο Μίλτο κλείνοντας την πόρτα μετά το τέλος του ιδιαίτερου εθίμου. "Είμαστε ή δεν είμαστε κουμπαράκια;"
"Λες ρε συ Δημήτρη;", απάντησε κάπως διστακτικά ο Μίλτος, χωρίς να έχει καταλάβει ποια από τις κοπέλες εννοούσε.
"Τις πιο ντροπαλές να φοβάσαι. Την είδα εγώ την Αλκμήνη που σε τσέκαρε αλλά το έπαιζε υπεράνω και δε θέλω. Μεθαύριο στο τραπέζι μη διστάσεις, όρμα.", του απάντησε.
Έτσι και έγινε. Την μεγάλη μέρα και μετά την τελετή, ο Μίλτος βρέθηκε να κάθεται στο γαμήλιο τραπέζι, δίπλα στην Αλκμήνη και την μητέρα του Δημήτρη. Ο πάντα ντροπαλός Μίλτος και μετά το σοκ του γάμου, κατάφερε το ακατόρθωτο: οι λέξεις έρεαν από το στόμα του χωρίς κανένα κόμπο. Η μέχρι πρότινος διστακτική Αλκμήνη άρχισε και αυτή να λύνεται και να του δείχνει ενδιαφέρον. Πλέον τους έδενε κάτι κοινό: ήταν και οι δυο κουμπάροι στους καλύτερούς τους φίλους. Το μόνο που διέκοψε την θέρμη της συζήτησής τους ήταν η μεγαλόπρεπη είσοδος του ζευγαριού.
Ο Δημήτρης και η Αλεξία χόρεψαν ρομαντικά μπροστά στο γαμήλιο τραπέζι. Ένα δάκρυ φάνηκε να βγαίνει απ' τα μάτια του Δημήτρη, τα οποία είχαν βαρύνει από την φόρτιση της στιγμής. Συνέχισαν το ρομαντικό τους χορό σφίγγοντας ο ένας τον άλλο στην αγκαλιά του.
Μόλις τελείωσαν, όλοι οι καλεσμένοι σηκώθηκαν από τα τραπέζια τους και τους καταχειροκρότησαν. Τότε και οι δυο μαζί σαν συνεννοημένοι από ώρα, γύρισαν προς το γαμήλιο τραπέζι και φώναξαν με μια φωνή: "Τα κουμπάρια μας τώρα!"
Ο Μίλτος σάστισε. Κοίταξε την Αλκμήνη, η οποία του έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε από το τραπέζι, στην κυριολεξία τραβώντας τον στο χορό. Αυτός κοίταξε διστακτικά την μητέρα του Δημήτρη, η οποία του έγνεψε καταφατικά. Και όλοι με μια φωνή, ακόμα και ο DJ, είπαν να πάνε. Και τελικά πήγαν.