Ένα βράδυ που ο μικρός Γιάννης καθόταν με τον παππού του, τον ρώτησε: "Παππού από που κι ως που η μαϊμού έχει χέρια σαν του ανθρώπου αλλά πιο μακρουλά, και πρέπει να σκαρφαλώσει για να φτάσει τα ψηλά δέντρα;" Και τότε ο παππούς απάντησε: "Άκουσε Γιάννη, θα σου πω τι έχω μάθει και εγώ από τον δικό μου παππού. Τα παλιά τα χρόνια λέγεται πως οι μαϊμούδες ήταν σαν τους ανθρώπους. Και σε ένα χωριό ζούσε ένα φτωχός χωριάτης, του οποίου το σπίτι ήταν ετοιμόρροπο. Δεν είχε ούτε άλογο ούτε αγελάδα να του κάνει γάλα. Αλλά ούτε και ξύλα για το τζάκι για να βγάλει το χειμώνα.
Αυτός μια μέρα πήρε το τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Εκεί ανάμεσα στα άλλα δέντρα, με μεγάλη του έκπληξη βρήκε μια μπανανιά. Στην αρχή άπλωσε τα χέρια του για να κόψει μπανάνες, αλλά πριν καλά καλά κόψει την πρώτη, σκέφτηκε να κόψει όλο το δέντρο απ'την ρίζα ώστε να πάρει και ξύλα. Έκανε λοιπόν να το χτυπήσει με το τσεκούρι, αλλά η μπανανιά με ανθρώπινη λαλιά του είπε: "Θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Μπορεί να μην έχεις πλούτη, ή και σύζυγο, αλλά εγώ θα σου τα δώσω όλα."
"Πολύ ωραία", απάντησε ο χωριάτης. "Θέλω να γίνω πιο πλούσιος απ' όλους τους χωριάτες. Γιατί εγώ δεν έχω ούτε άλογο, ούτε αγελάδα να κατεβάζει γάλα". Τότε του απάντησε η μπανανιά: "Πήγαινε στο σπίτι σου και σε περιμένουν πλούτη αμύθητα".
Αυτός γύρισε σπίτι, και βρήκε τσουβάλια με χρυσά νομίσματα να τον περιμένουν στην πόρτα, καθώς και ένα άλογο στον στάβλο και μια αγελάδα. Λίγες μέρες αργότερα, η γυναίκα του που ήταν άσχημη και φτωχή μια ζωή, κακόμαθε με τα πλούτη και του γκρίνιαζε. Και τότε σκέφτηκε ο χωριάτης: "Γιατί δεν πάω πίσω στην μπανανιά να ζητήσω άλλη γυναίκα;"
Γύρισε πίσω στο δάσος, ώσπου έφτασε στο δέντρο, και έκανε να το κόψει με το τσεκούρι του. Αλλά λίγο πριν την χτυπήσει της είπε: "δως μου μια γυναίκα όμορφη, που να μην την νοιάζουν τα πλούτη και να μην μου γκρινιάζει ποτέ".
Και τότε του απάντησε η μπανανιά: "πήγαινε σπίτι σου και θα το έχεις". Αυτός γύρισε πίσω, και εκεί τον περίμενε μια άλλη γυναίκα, πιο όμορφη από αυτήν που είχε πριν, η οποία δεν του γκρίνιαζε ποτέ. Και πέρασαν αρκετές μέρες που χάρηκε τα πλούτη του και την νέα του γυναίκα. Αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκε: "Ωραία τα πλούτη, αλλά πάνω απ' το κεφάλι μου έχω έναν βασιλιά που πρέπει να υπακούω".
Και ξαναπήγε στην μαγεμένη μπανανιά. "Τι θέλεις, χωριάτη;", τον ρώτησε αυτή. "Καλή μου μπανανιά", της είπε, "ευχαριστήθηκα από τα πλούτη, και εγώ και η γυναίκα μου, αλλά δεν θέλω να έχω άλλον πάνω απ' το κεφάλι μου. Μπορείς να κάνεις εμένα βασιλιά;"
"Μπορώ να σε κάνω άρχοντα και αφέντη, αν το θέλεις, αλλά όχι βασιλιά", του είπε η μπανανιά. Αυτός το δέχθηκε. Γύρισε σπίτι, και τον περίμενε ένα γράμμα από το παλάτι. Του δόθηκε τίτλος ευγενείας, μαζί και εκτάσεις, και υπηρέτες να κάνουν όλα τα θελήματά του. Αλλά αυτός πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος.
Γύρισε στην μπανανιά μαζί με το τσεκούρι του, και έκανε για ακόμη μια φορά να της κόψει τον κορμό. Τότε της είπε: "Ωραία είναι να είναι κανείς άρχοντας και να διαφεντεύει άλλους, αλλά εγώ θέλω να γίνω βασιλιάς. Είναι αδύνατον λοιπόν να γίνω εγώ ο βασιλιάς και να είναι όλοι οι άλλοι υπηρέτες μου;"
Αυτή του απάντησε: "Ανόητε άνθρωπε, από χωριάτης έγινες ένας ευγενής άρχοντας, με όμορφη γυναίκα, υπηρέτες και χωράφια να σου τα καλλιεργούν άλλοι. Δεν θα σε κάνω βασιλιά, γιατί μόνο ο Θεός διαλέγει ποιος γίνεται βασιλιάς."
Τότε αυτός θύμωσε, και βάρεσε δυνατά με το τσεκούρι του στην ρίζα της μπανανιάς. Αυτή τότε γύρισε και του είπε: "Αφού λοιπόν είσαι ξεροκέφαλος και δεν ικανοποιείσαι με τίποτα, θα τα χάσεις όλα. Θα σε μετατρέψω σε κοντή μαϊμού και σένα και την γυναίκα σου, ώστε να απλώνετε για να πάρετε τις μπανάνες μου και να μην φτάνετε."
Και έτσι αυτός έγινε μαϊμού, και η γυναίκα του κι αυτή μια μαϊμού με μακρουλά χέρια και ουρά.
Ο εγγονός ρώτησε: "Θα μπορούσε παππού να είναι μια αληθινή ιστορία;" "Στην πραγματικότητα είναι ένας θρύλος. Μην επιθυμείς το ακατόρθωτο, αλλά να είσαι ευχαριστημένος με αυτά που έχεις. Γιατί να θέλεις πολλά, χάνεις και τα λίγα.", του είπε ο παππούς του.