ΉΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ που τον έλεγαν Μαλαγάνα, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να παίρνει τα γλειφιντζούρια από τα παιδιά λέγοντάς τους γλυκόλογα.
Μια μέρα, έτυχε σε ένα σχολείο εκεί κοντά στο υπόγειο που κατοικούσαν οι Καλικάντζαροι οι δάσκαλοι να δώσουν γλειφιτζούρια στα παιδιά για να τα επιβραβεύσουν το καθένα με βάση το πόσο καλό παιδί ήταν μέσα στη χρονιά. Μόλις το κατάλαβε ο Μαλαγάνας μπήκε στο σχολείο και άρχισε να ζητάει απ' τα παιδιά τα γλειφιτζούρια τους, λέγοντάς τους γλυκόλογα όπως αυτός ήξερε καλά. Αυτά όμως, που είχαν μάθει το μάθημά τους, δεν τον εμπιστεύτηκαν, παρά μόνο δικαιολογήθηκαν πως αν τυχόν κάποιο έμενε χωρίς γλειφιτζούρι, αυτό θα σήμαινε πως δεν είχε καλή συμπεριφορά μέσα στη χρονιά.
Αυτός τότε σκέφτηκε να ντυθεί παιδάκι και να πάει να ζητήσει απ' το δάσκαλο το γλειφιτζούρι του. Έτσι κι έγινε. Αφού έβαλε ρούχα παιδικά και φόρεσε σχολική τσάντα, πήγε στην τάξη, την οποία όμως βρήκε άδεια, αφού ο δάσκαλος είχε πάει για να πάρει τον αέρα του. Τότε βρήκε την ευκαιρία και πήγε κατευθείαν στο κουτί με τα γλειφιτζούρια, όπου ανακάλυψε πως είχε ξεμείνει ένα και μόνο απ΄αυτά. Πριν προλάβει να το κάνει μια χαψιά όμως, ο δάσκαλος εμφανίστηκε απ' το πουθενά και του το πήρε απ' τα χέρια. "Δεν θέλουμε εξωσχολικούς εδώ", του είπε αυστηρά, πετώντας τον έξω απ' το σχολείο με τις κλωτσιές.
Έτσι κι αυτός, άρχισε να τριγυρνά στην πόλη, φορώντας τα ίδια ρούχα και παριστάνοντας το παιδί. Όσα παιδάκια όμως κι αν βρήκε, κανένα δεν βρέθηκε να του δώσει το γλειφιτζούρι του, ώσπου με τα πολλά βράδιασε και πήγαν όλα στα σπίτια τους.
Ο Μαλαγάνας τότε έφτασε μπροστά στη φάτνη που είχαν στήσει οι άνθρωποι στην πλατεία της πόλης, όπου πρόσεξε πως στα χέρια του θείου βρέφους κάποιος είχε τοποθετήσει ένα γλειφιτζούρι. "Επιτέλους!", αναφώνησε και έκανε να το αρπάξει, όμως άκουσε βήματα προς το μέρος του. "Κάποιος είναι στη φάτνη", ακούστηκε μια φωνή και αυτός κατάλαβε πως αν δεν έβρισκε τρόπο να ξεφύγει, σύντομα θα έβρισκε μεγάλο μπελά. Τότε έκρυψε την κούκλα και ξάπλωσε μέσα στη φάτνη όπως όπως, κρατώντας το γλειφιτζούρι στα χέρια του, τάχα μου πως ήταν αυτός το θείο βρέφος.
Μόλις τον κατάλαβαν οι άνθρωποι, έσκασαν στα γέλια. "Μην είναι καλικάντζαρος, ή κάποιος Άγιος που ήρθε να μας επισκεφτεί", είπαν, και αυτός έγινε κόκκινος από ντροπή. Ύστερα σηκώθηκε απ’ την κούνια και αφού ζήτησε συγνώμη απ’ όλους, πήρε απογοητευμένος το δρόμο του γυρισμού για το υπόγειο των Καλικαντζάρων.
Από τότε, πήρε το μάθημά του, και σταμάτησε να γυρεύει τα γλειφιτζούρια των παιδιών δεξιά και αριστερά.