Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καλικάντζαρος που τον έλεγαν Περίδρομο, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να τρώει απ’ τα πιάτα των άλλων. Τόσο πολύ μάλιστα έτρωγε και τόσο λαίμαργα, που η κοιλιά του φούσκωνε και δυσκολευόταν πολύ να συγκρατήσει τα αέριά του.
Έτσι μια μέρα, εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, οι άλλοι Καλικάντζαροι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για να τον αφήσουν νηστικό. Μαζεύτηκαν στο τραπέζι και κάθε φορά που έκανε να απλώσει να πάρει κάτι να φάει, φρόντιζαν ώστε να απλώσουν αυτοί νωρίτερα ώστε να του κάνουν χαλάστρα. Όποτε δε κατάφερνε να βάλει κάτι στο πιάτο του, άπλωναν με το πιρούνια τους και το έκαναν μια χαψιά. Έτσι κι αυτός εκείνη τη μέρα έμεινε νηστικός, μα και παραπονεμένος. «Καλύτερα που δεν έφαγες πολύ, γιατί με τα αέρια που βγάζεις κάθε βράδυ δεν μας αφήνεις να κοιμηθούμε», του είπαν αυτοί.
Έτσι κι αυτός, έφαγε μόλις λίγα μπισκότα που είχαν ξεμείνει στο ντουλάπι εκείνο το βράδυ και έπεσε για ύπνο. Τόση ήταν η πείνα του όμως, που στον ύπνο του ονειρεύτηκε φαγητά. Τότε σηκώθηκε μέσα στην άγρια νύχτα και ανέβηκε ως το σπίτι των ανθρώπων πάνω απ’ την κρυψώνα των καλικαντζάρων, όπου και η νοικοκυρά είχε στρώσει τραπέζι για την επόμενη ημέρα, που ήταν η Παραμονή των Χριστουγέννων. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, και καθώς άνοιγε ένα – ένα τα καλύμματα από τις πιατέλες στο τραπέζι, διαπίστωνε πως ήταν όλες άδειες.
Τότε άρχισε να ψάχνει σε όλο το σπίτι. Πρώτο άνοιξε το ψυγείο, το οποίο προς ακόμη μεγαλύτερη έκπληξή του, ήταν κι αυτό άδειο. Με τα πολλά, και αφού έκανε το σπίτι φύλλο και φτερό, βρήκε όλα τα φαγητά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά καταχωνιασμένα σε ένα ντουλάπι κοντά στο νεροχύτη. Χωρίς να κάνει καθόλου φασαρία, τα καταβρόχθισε ένα – ένα, ώσπου η κοιλιά του φούσκωσε και τον πήρε ο ύπνος.
Κάποια στιγμή, ακούστηκε ένας θόρυβος, ο οποίος τον ξύπνησε απότομα. Ήταν η νοικοκυρά, η οποία είχε σηκωθεί να πιεί νερό, και η οποία υποψιάστηκε πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι. Τότε ο Περίδρομος, που οριακά είχε προλάβει να ξυπνήσει και δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, έκλεισε την πόρτα του ντουλαπιού όπως όπως και βούλωσε το στόμα του ώστε να μην τον προδώσει η ανάσα του.
Αφού έψαξε παντού, η νοικοκυρά έπεισε τον εαυτό της πως άκουσε τη φασαρία στον βαθύ ύπνο της. Λίγο πριν φύγει όμως, και με την κοιλιά του Περίδρομου να τον πιέζει, ταράχτηκε μόλις άκουσε τον ήχο μιας… πορδής να έρχεται από το ντουλάπι δίπλα στο νεροχύτη. Ύστερα το άνοιξε, πιάνοντας τον Περίδρομο στα πράσα.
Αφού τον έκανε «τ’ αλατιού», και η κοιλιά του ξεφούσκωσε, πήρε το μάθημά του και από κείνη τη μέρα ούτε λαίμαργα ξανάφαγε, ούτε και ξανάπλωσε στα πιάτα άλλων.