Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Καλικάντζαρος που τον έλεγαν Καταχανά, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να τρώει πολύ και να ρεύεται μπροστά στους άλλους. «Το ρέψιμό μου είναι σαν τη μουσική», τους έλεγε για να δικαιολογηθεί, όμως οι άλλοι Καλικάντζαροι δεν το έβρισκαν καθόλου αστείο.
Μια μέρα το κακό παράγινε, όταν μαζί με τον Περίδρομο έκαναν διαγωνισμό για το ποιος θα φάει περισσότερο. «Μόνο τον αέρα που δεν φάγατε», τους είπε ο Κωλοβελόνης και έβαλε τα γέλια μόλις είδε τις φουσκωμένες κοιλιές τους. «Δίκιο έχει», είπαν αυτοί, και από πείσμα άρχισαν να τρώνε… αέρα, με αποτέλεσμα οι κοιλιές τους να πρηστούν ακόμη περισσότερο και να γίνουν σαν μπαλόνια.
Έτσι εκείνο το βράδυ, και μόλις ο Καταχανάς ξάπλωσε, δεν άφησε κανέναν να κοιμηθεί, αφού απ’ τον πολύ αέρα ρευόταν κάθε τρεις και λίγο. Με τα πολλά, και αφού η ώρα πέρασε και αφού είδαν κι απόειδαν, του βούλωσαν το στόμα με φελλό μπας και ησυχάσει. Τόσο δυνατό ήταν όμως το ρέψιμό του, που ο φελλός εκσφενδονίστηκε και κόλλησε στο ταβάνι.
«Δεν είναι καθόλου ωραίο αυτό που κάνεις», του είπαν οι άλλοι Καλικάντζαροι για να διαμαρτυρηθούν, μα αυτουνού δεν του κάηκε καρφί. «Στα δικά μου αυτιά ακούγεται σαν μουσική», τους είπε και απλά γύρισε πλευρό, όμως αυτοί τον σήκωσαν άρον άρον και τον πέταξαν κλωτσηδόν έξω απ’ το δωμάτιο.
Στο διάδρομο, συνάντησε τον Περίδρομο, τον οποίο επίσης είχαν διώξει οι καλικάντζαροι απ’ το διπλανό δωμάτιο εξαιτίας των αερίων που αμολούσε, κάνοντας φασαρία. Έτσι οι δυο τους έκαναν «στρωματσάδα», κάνοντας… χορωδία, αφού ο ένας ρευόταν και άλλος αμολούσε τα αέρια με ήχο, ωσάν να έπαιζαν μουσική σε ορχήστρα. Τόση δε ήταν η φασαρία που έκαναν, που δεν κατάφεραν ποτέ να κοιμηθούν, παρά μόνο ο ένας κατηγορούσε τον άλλο.
«Όντως ακούγεστε σα χορωδία», τους είπαν οι άλλοι καλικάντζαροι μόλις τους κατάλαβαν και έσκασαν στα γέλια με το πάθημά τους. Αυτοί πάλι, έγιναν κατακόκκινοι από ντροπή και αποφάσισαν να αλλάξουν τις κακές τους συνήθειες.