ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας Καλικάντζαρος, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να πειράζει τις γυναίκες κάθε φορά που έβλεπε κάποια αβοήθητη στο δρόμο. Έπειτα όταν οι άνθρωποι τον έπαιρναν στο κατόπι, αυτός έτρεχε γρήγορα και πηδούσε όποια μάντρα έβρισκε μπροστά του για να τους γλιτώσει, γι' αυτό και τον έλεγαν... Μαντρακούκο.
Ώσπου μια μέρα, έτυχε να βρεθεί μαζί με τους άλλους Καλικάντζαρους κοντά στα τείχη του Κάστρου του Βασιλιά, τα οποία ήταν πάρα πολύ ψηλά. "Πόσο στοίχημα αυτή τη... 'μάντρα' δεν φτάνεις να την πηδήξεις", του είπαν αυτοί και τον προκάλεσαν να τους αποδείξει την αξία του. Αυτός πάλι, που λίγο ήθελε, άρχισε να σκαρφίζεται τρόπους να το καταφέρει. Έτσι, αφού περιεργάστηκε καλά καλά τους χώρους γύρω απ' το Κάστρο, βρήκε έναν αχυρώνα, τον οποίον σκαρφάλωσε και ύστερα πήδηξε μέσα απ' τα τείχη.
Προς μεγάλη του έκπληξη, βρέθηκε σε έναν πανέμορφο κήπο με λουλούδια, στον οποίο έκανε εκείνη τη στιγμή τον περίπατό της η Πριγκίπισσα, η κόρη του Βασιλιά. Αυτός μόλις την είδε, μπήκε ζιζάνιο μεγάλο μέσα του να πάει να την πειράξει. Μόλις αντίκρισε το πρόσωπό της όμως, αμέσως την ερωτεύτηκε και έκοψε ένα τριαντάφυλλο να της το προσφέρει. Πριν καλά καλά προλάβει να της το δώσει όμως, εμφανίστηκαν οι φρουροί του παλατιού από το πουθενά και έκαναν να τον συλλάβουν, όμως αυτός με σβέλτες κινήσεις κατάφερε όχι μόνο να τους ξεφύγει, αλλά και να βγει απ' τα τείχη του Κάστρου ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από την οποία μπήκε.
Τις επόμενες μέρες όμως, δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει την Πριγκίπισσα. Τόσο μάλιστα την είχε ερωτευτεί, που στριφογυρνούσε το βράδυ στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να συνέλθει. Μόλις τον πήραν χαμπάρι οι άλλοι καλικάντζαροι, έσκασαν στα γέλια μαζί του.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν μαύρα μαντάτα στα αυτιά του: ο Βασιλιάς είχε αποφασίσει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον ευγενή και σύντομα θα διοργάνωνε λαμπρό γλέντι στο Κάστρο. Αυτός με το που το άκουσε, ανέλαβε δράση: πίσω στο κοντινότερο ραφτάδικο και βρήκε ρούχα ευγενή, τα οποία φόρεσε, ενώ φρόντισε να προμηθευτεί και λαγούτο.
Ύστερα περίμενε να βραδιάσει και ξαναμπήκε στο Κάστρο με τον ίδιο τρόπο όπως στην πρώτη φορά. Πηγαίνοντας από τοίχο σε τοίχο, κατάφερε με τα πολλά να φτάσει κάτω απ' το παράθυρο της Πριγκίπισσας, όπου και της έκανε καντάδα. "Θα πηδούσα την πιο ψηλή μάντρα όλου του κόσμου για να σε φτάσω", της είπε κι αυτή συγκινήθηκε που το άκουσε.
Με τα πολλά, την κατάφερε, κι αυτή, που άλλο δεν ήθελε από το να γλιτώσει την παντριά με τους γαμπρούς που της πρότεινε ο πατέρας της, ξύπνησε το βασιλιά μέσα στην άγρια νύχτα να του ζητήσει να γίνει ο Μαντρακούκος γαμπρός της. Τον πήρε λοιπόν από το χέρι και του τον παρουσίασε, κι ο καλικάντζαρος γονάτισε και ζήτησε επίσημα να πάρει την πριγκίπισσα για σύζυγό του.
Πριν καλά καλά προλάβει να αποκριθεί ο βασιλιάς, εμφανίστηκαν οι φρουροί του παλατιού, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον ξεγύμνωσαν για να αποδείξουν πως δεν ήταν παρά ένας καλικάντζαρος που εισέβαλλε στο παλάτι μέσα στην άγρια νύχτα. "Δεν ήταν πρίγκιπας, μα ένας άσχημος Καλικάντζαρος πριγκίπισσά μου", της είπαν για να την παρηγορήσουν καθώς τον πέταξαν έξω απ' το παλάτι με τις κλωτσιές.
Έτσι κι αυτός, πήρε στενοχωρημένος το δρόμο της επιστροφής, κι έμαθε να μην πηδάει ό,τι μάντρα έβρισκε μπροστά του. Πολύ το χάρηκε όμως όταν μετά από λίγες μέρες η πριγκίπισσα του έστειλε πίσω το τριαντάφυλλο που της είχε προσφέρει την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν μαζί με ένα γράμμα για να τον ευχαριστήσει.