Μια Μαυροδάφνη κάποτε στην Πάτρα περιμένε πως και πως να έρθει η παρέλαση του Καρναβαλιού. Τόση ήταν όμως η ανυπομονησία της και ο ενθουσιασμός της, που αφιέρωσε πάρα πολύ χρόνο σε προετοιμασίες για την μεγάλη μέρα και ξέχασε να δοκιμάσει την στολή Χιονάτης που είχε παραγγείλει. "Δεν πειράζει κι αν είναι λίγο άνετη πάνω μου", έλεγε και ξανάλεγε, αλλά δεν έμπαινε στον κόπο να δοκιμάσει τα ρούχα.
Όταν όμως ήρθε η Παρασκευή πριν το τριήμερο, θυμήθηκε πως έπρεπε να αρχίζει να ετοιμάζεται. Έτσι λοιπόν έβγαλε τα ρούχα της στολής από την τσάντα, και άρχισε να τα προβάρει στον καθρέφτη. Τότε όμως διαπίστωσε πως ήταν όλα πολύ μεγάλα: το φουστάνι δεν στεκόταν καλά στην μέση της, η μπλούζα ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερη απ' ότι έπρεπε, και η κόκκινη στέκα παραήταν στενή στο κεφάλι της. Το μόνο με το οποίο δεν είχε πρόβλημα απ' την στολή της ήταν το... κόκκινο μήλο. "Και τώρα τι κάνουμε;", είπε και έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό, αφού κατάλαβε κάπως αργά πως ήταν απροετοίμαστη για την μεγάλη γιορτή.
Τότε όμως θυμήθηκε πως στην ντουλάπα της είχε λογής λογής στολές από τα περασμένα καρναβάλια, οι οποίες ίσως της έκαναν: πριγκίπισσα του πάγου, καλή νεράιδα, καθώς και μια υπέροχη στολή ινδιάνας. Έτσι λοιπόν, της έβγαλε μια μια να τις δοκιμάσει, αλλά καμία πλέον δεν της έκανε, αφού είχε μεγαλώσει πολύ και της ήταν πλέον μικροσκοπικές. Όταν πάλι σκέφτηκε να συνδυάσει τα εξαρτήματα από την κάθε στολή, απογοητεύτηκε πολύ, αφού ήταν όλες τους τόσο ιδιαίτερες που δεν κολλούσαν μεταξύ τους.
"Θεέ μου, ρεζίλι θα γίνω", είπε και έτρεξε στο κοντινότερο κατάστημα με καρναβαλικά μήπως και βρει κάτι της τελευταίας στιγμής. Για κακή της τύχη όμως, όλες οι στολές είχαν αγοραστεί, και δεν είχαν παραμείνει ελάχιστα κομμάτια σε νούμερα που δεν της έκαναν. Με τα πολλά κατάφερε να βρει μια στολή Αλίκης στην χώρα των θαυμάτων, όμως πριν καλά καλά προλάβει να απλώσει το χέρι της πάνω της, ένα φρου-φρου την άρπαξε και την πήγε στο ταμείο.
"Τελευταία μου ευκαιρία, να φτιάξω στολή με ό,τι βρω", είπε και άρχισε να ψάχνει τα διάφορα καρναβαλικά αξεσουάρ που είχαν ξεμείνει στα ράφια. Εκεί βρήκε ένα χρυσαφί καπέλο κάπως μεγάλο για αυτήν και μια γραβάτα τόσο μικρή που μετά βιας μπορούσε να την πιάσει με τα δάχτυλά της και να την πάει στο ταμείο. "Είστε σίγουρη κυρία;", την ρώτησε ένα κομφετί που βρισκόταν στο ταμείο. Αυτή πάλι, τα αγόρασε όπως όπως και έτρεξε να βρει την παρέα της που βρισκόταν ήδη στους δρόμους της Πάτρας.
Στην πορεία παρατήρησε πως όλοι την κοιτούσαν περίεργα, σαν να την περίμεναν. Αυτή πάλι έτρεχε να προλάβει, και δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να σταματήσει να ρωτήσει. Όταν έφτασε στην πλατεία, απογοητευμένη που δεν της έκαναν ούτε το καπέλο ούτε η μικροσκοπική γραβάτα, παραδέχθηκε στους άλλους καρναβαλιστές: "Με συγχωρείτε, αλλά... δεν μου έκανε η στολή, και έτσι ήρθα με ό,τι βρήκα!".
"...ξέρεις όμως πως αν δεν ερχόσουν δεν θα ξεκινούσε το Καρναβάλι!", της είπαν οι άλλοι καρναβαλιστές: κομφετί, σφυρίχτρες, φρου-φρου και πλαστικά ρόπαλα. "Από εδώ η μεγάλη πρωταγωνίστρια του Καρναβαλιού, η αγαπημένη μας Μαυροδάφνη!", αναφώνησαν όλα μαζί και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ξεφάντωσαν μέχρι αργά το βράδυ.
Αυτή από την μια συγκινήθηκε πως ακόμα και χωρίς στολή την θεωρούσαν μεγάλη πρωταγωνίστρια, από την άλλη υποσχέθηκε σε όλους την επόμενη φορά να είναι καλύτερα προετοιμασμένη.