Ένας τηλεφωνικός θάλαμος κάποτε με καταγωγή την Αγγλία ήρθε για διακοπές ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα. Έκανε πολλούς φίλους, απόλαυσε τον ήλιο και τη θάλασσα, και του άρεσε τόσο πολύ η επίσκεψή του στην Αθήνα και στα νησιά που σκέφτηκε να έρθει να μείνει μόνιμα. "Τέτοιον υπέροχο καιρό δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ στην πατρίδα μου την Αγγλία", έλεγε.
Έτσι λοιπόν, βρήκε και νοίκιασε ένα σπίτι στην Αθήνα, με θέα την θάλασσα. Οι μέρες περνούσαν, και ο τηλεφωνικός θάλαμος άρχισε να νιώθει πως στην χώρα μας είχε βρει μια νέα, ηλιόλουστη πατρίδα με καταγάλανο ουρανό. Όσο όμως του άρεσε εδώ, άλλο τόσο δεν ξέχασε τις παλιές του συνήθειες: έτρωγε ψάρι με πατάτες τηγανιτές για μεσημεριανό, έπινε τσάι ακριβώς στις πέντε το απόγευμα και διάβαζε κάθε μέρα την αγαπημένη του εφημερίδα στα αγγλικά. Κυκλοφορούσε δε συχνά με μια κόκκινη ομπρέλα, καλού - κακού μην τυχόν και βρέξει, την οποία κατέληγε να έχει πάντα κλειστή.
"Τι την θες την ομπρέλα μήνα Αύγουστο;", τον ρώτησε μια μέρα ένα αντηλιακό που είχε βγει να απολαύσει τον καφέ του με θέα την Ακρόπολη. Έπειτα πάλι και όλες οι υπόλοιπες συνήθειές του άρχισαν να φαίνονται παράλογες στους ντόπιους. Όταν δε παράγγελνε ζεστό τσάι στις πέντε, όλοι στην καφετέρια τον κοιτούσαν απορημένοι, αφού αυτοί έπιναν χυμούς και κρύο καφέ. Ο τηλεφωνικός θάλαμος κάπου ένιωθε πως δεν τον καταλάβαινε κανείς, και πως τον θεωρούσαν περίεργο.
Λίγες μέρες αργότερα, έβγαλε το συμπέρασμα πως δυσκολευόταν πολύ να προσαρμοστεί στην Αθήνα, και αναρωτιόταν αν είχε κάνει λάθος που μετακόμισε. Του άρεσε όμως πολύ το ότι στην χώρα μας είχε πάντα ήλιο. "Ίσως θα ήταν καλή ιδέα τότε να πάω στην Ιταλία!", σκέφτηκε, αφού και η γειτονική μας Ιταλία έχει την φήμη ηλιόλουστης χώρας. Έτσι λοιπόν, μάζεψε μια βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα και πήρε το αεροπλάνο για την Ρώμη.
Αφού θαύμασε το μεγαλείο της ιταλικής πρωτεύουσας και ξεναγήθηκε στους δρόμους γύρω από το Κολοσσαίο, σκέφτηκε να καθίσει σε μια καφετέρια ώστε να απολαύσει το καθιερωμένο απογευματινό τσάι. Μόλις το ζήτησε όμως, ο σερβιτόρος τον ρώτησε απορημένος: "Συγνώμη κύριε, άρρωστος είστε;"
Ο τηλεφωνικός θάλαμος τότε θύμωσε πολύ, αφού κατάλαβε πως θα δυσκολευόταν πολύ να βρει χώρα να ανέχεται τις συνήθειές του. "Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνουν οι Ρωμαίοι", του σιγοψιθύρισε μια γόνδολα που είχε έρθει επίσκεψη από την Βενετία. "Και εγώ δυσκολεύομαι να συνηθίσω ότι δεν βρίσκομαι στον τόπο μου", συμπλήρωσε.
"Ίσως τότε και στην Αθήνα θα πρέπει να κάνω ό,τι και οι Αθηναίοι!", αναφώνησε ο τηλεφωνικός θάλαμος. Έπειτα μάζεψε τα πράγματά του και γύρισε πίσω στην Αθήνα, όπου και έκανε μεγάλη προσπάθεια να αποκτήσει τις συνήθειες των Αθηναίων: σπανίως έπαιρνε ομπρέλα μαζί του όπου πήγαινε, έτρωγε χωριάτικη σαλάτα και τζατζίκι στα εστιατόρια, καθώς και δροσερούς χυμούς από φρούτα στις καφετέριες. Το καλοκαίρι φορούσε κοντομάνικο για να βγει έξω, και την άνοιξη πήγαινε εκδρομές στην επαρχία.
"Πλέον είμαι Αθηναίος", έλεγε στους φίλους του από την Αγγλία όποτε τον επισκέπτονταν, και τους πήγαινε βόλτα στην Ακρόπολη. Χρόνια ολόκληρα αργότερα, και αφού ένιωθε πως η Ελλάδα ήταν πραγματικό σπίτι του, άρχισε να διαβάζει Φιλοσοφία και αρχαίο Θέατρο.