Κάποτε στην Κρήτη ζούσε ένας Δράκος πελώριος και μοχθηρός ο οποίος συνήθιζε να κατασπαράζει ό,τι ζωντανό έβρισκε μπροστά του. Ο δράκος αυτός, λέγεται πως ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στο όρος Ίδη, η οποία βρωμοκοπούσε σάπιο κρέας, από τα εκατοντάδες θύματα του, κατά κύριο λόγο πρόβατα και κατσίκες αλλά και ανθρώπους που τύχαινε να βρεθούν μπροστά του. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει την σπηλιά από την δυσωδία.
Όμως, όπως θέλει η αρχαία μυθολογία, η κόρη του Ουρανού και της Γαίας, η Ρέα, αφού γέννησε τον βασιλιά των θεών, τον Δία, τον έκρυψε σε μια άλλη σπηλιά στο ίδιο όρος, κοντά σε αυτήν που ζούσε ο δράκος. Εκεί τον μικρό Δια μεγάλωναν μια κατσίκα, η Αμάλθεια, καθώς και μια οικογένεια βοσκών, η οποία υποσχέθηκε στην Ρέα να βοηθήσει με αντάλλαγμα ότι τα πρόβατά τους θα σώζονταν από τους λύκους.
Όπως τα έφερε όμως η τύχη, ο Δράκος επισκέφτηκε στην σπηλιά του Δια, όπου τον βρήκε να τον θηλάζει η κατσίκα Αμάλθεια. Κατασπάραξε ένα – ένα τα πρόβατα των βοσκών, και θα κατασπάραζε και τον ίδιο το Δια και την κατσίκα που τον φρόντιζε, αν εκείνη δεν έτρεχε γρήγορα να του ξεφύγει. Έπειτα αυτός κουβάλησε τα πτώματα των προβάτων στη σπηλιά του, όπου τα άφησε να σαπίσουν, ικανοποιημένος για τη λεία του.
Όταν η Ρέα κατάλαβε τι είχε συμβεί, και για να τιμωρήσει τον κακό Δράκο, τον επισκέφτηκε στην βρωμερή σπηλιά του και τον μετέτρεψε σε ένα άσχημο και αποτρόπαιο φυτό, την γνωστή μας Δρακοντιά, η οποία φημίζεται για την άσχημη δυσωδία της που θυμίζει νεκρό πτώμα και την οποία πλησιάζουν μόνο μύγες.