Ένας ποντικός κάποτε δεν ήξερε να μαγειρεύει και έκανε παρέα με μια νυχτερίδα από συμφέρον την ώρα του φαγητού. Τις μέρες που μαγείρευε η νυχτερίδα, το φαγητό ήταν πεντανόστιμο και δεν το χόρταινε. Τις άλλες μέρες πάλι, αυτός έλεγε ψέμματα πως μαγείρευε αλλά μονίμως έβρισκε τρόπους για να δικαιολογηθεί. Τις λίγες φορές που προσπάθησε στα αλήθεια να μαγειρέψει, το φαγητό βγήκε τελείως άνοστο και έτσι απογοητεύτηκε.
Μια μέρα, σκέφτηκε να ρωτήσει την νυχτερίδα: «Πως τα καταφέρνεις και η σούπα σου είναι πάντα τόσο νόστιμη;»
Η νυχτερίδα πονηρεμένη του απάντησε: «Πάντα μπαίνω μέσα στο καζάνι την ώρα που βράζει, και επειδή το κρέας μου είναι τόσο νόστιμο, η σούπα βγαίνει ακόμα πιο νόστιμη».
«Είμαι σίγουρος πως το δικό μου κρέας είναι πιο νόστιμο», σκέφτηκε ο ποντικός, που δεν είχε ιδέα από μαγειρική αλλά ήθελε να εντυπωσιάσει την γυναίκα του την ποντικίνα. Έτσι πήγε σπίτι του, πήρε ένα άδειο καζάνι και το γέμισε νερό, και μέσα σε αυτό πέταξε καρότα και σέλινα, πιστεύοντας πως έτσι θα μαγειρέψει την πιο νόστιμη σούπα. Μόλις τον είδε η ποντικίνα, της εξήγησε πως σήμερα θα μαγείρευε καλύτερα απ’ όλες τις άλλες φορές, και της ζήτησε να ανάψει την φωτιά κάτω από το καζάνι.
Αυτή τον άκουσε, και έτσι το νερό άρχισε να βράζει, αλλά μόλις έφυγε για να σκουπίσει, ο ποντικός έριξε ένα σάλτο και μπήκε μέσα στο καζάνι, και, όπως είναι φυσικό, έβρασε μαζί με το νερό χωρίς να μπορεί να βγει. Μόλις η ποντικίνα επέστρεψε και είδε τον άντρα της, θύμωσε πολύ και πήγε στον βασιλιά για να κατηγορήσει την πονηρή νυχτερίδα για τις συμβουλές της.
Αυτός έδωσε εντολές σε όλους τους υπηκόους του βασιλείου να συλλάβουν την νυχτερίδα, αλλά αυτή, που είχε μυριστεί τα προβλήματα να έρχονται, πετούσε από θάμνο σε θάμνο και κρυβόταν. Όλη μέρα οι άνθρωποι έψαχναν να την βρουν, αλλά τα βράδια τα παρατούσαν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Και έτσι, η νυχτερίδα αναγκάστηκε να αλλάξει συνήθειες και από τότε σπάνια κυκλοφορεί μέρα.