Μια ωραία μέρα στον Παράδεισο ο Κύριος θέλησε να κάνει έναν περίπατο, και έτσι πήρε όλους τους Αποστόλους και τους Αγίους μαζί του, αφήνοντας πίσω μόνο τον Άγιο Πέτρο. Ο Κύριος τον διέταξε να μην αφήσει κανέναν να περάσει όσο θα απουσίαζε, και έτσι ο Άγιος Πέτρος παρέμεινε φύλακας στην είσοδο. Αλλά δεν πέρασε λίγη ώρα και του χτύπησε την πόρτα ένας ράφτης.
Ο Πέτρος τον ρώτησε ποιος είναι, και για ποιον λόγο είχε έρθει.
"Είμαι ένας ράφτης, και ζητώ να μου επιτραπεί η είσοδος στον Παράδεισο, γιατί τόσα χρόνια στην γη δεν έκλεψα κανέναν, παρά μόνο υπήρξα τίμιος και εργατικός."
"Ήσουνα πράγματι τίμιος και πολύ εργατικός", είπε ο Άγιος Πέτρος. "Αλλά υπήρξαν φορές που το χέρι σου άπλωσε και πήρε παραπάνω ύφασμα. Δεν θα μπεις στον Παράδεισο. Ο Κύριος απαγορεύει να μπει ο οποιοσδήποτε για όσο απουσιάζει."
"Μα λυπήσου με", έκλαψε ο ράφτης. "Τα μικρά κομμάτια υφάσματος που πέφτουν απ' το τραπέζι δεν είναι κλεψιά να τα παίρνει κανείς, και ποτέ κανένας δεν μου έκανε παράπονο. Δες με, είμαι εδώ και κρυώνω και τα πόδια μου έχουν κάνει φουσκάλες από το περπάτημα. Άσε με να μπω, και θα κάνω όλη την σκληρή δουλειά. Θα προσέχω τα αγγελάκια, θα τους αλλάζω τις πάνες, θα καθαρίζω τα παγκάκια στα οποία παίζουν, και θα μπαλώσω όλα τους τα σκισμένα ρούχα."
Και έτσι ο Άγιος Πέτρος συγκινήθηκε και του έδειξε έλεος. Άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου ίσα ίσα ώστε ο ράφτης να χωρέσει να μπει, και του έδωσε αυστηρή εντολή να μην ενοχλήσει κανέναν μέχρι να επιστρέψει ο Κύριος. Αυτός με το που μπήκε, έκανε όλες τις δουλειές: καθάρισε τα παγκάκια στα οποία καθόντουσαν τα αγγελάκια, έπειτα τους άλλαξε τις πάνες. Τέλος, με τα κομμάτια υφάσματος που είχε ξεκλέψει απ' τη δουλειά του στην γη τους μπάλωσε τα σκισμένα ρούχα.
Κάποια στιγμή όμως που θέλησε να κάνει διάλλειμα, άρχισε να περιπλανιέται στον Παράδεισο. Αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε σε μια αίθουσα μεγάλη όπου υπήρχαν πανέμορφες καρέκλες από χρυσάφι, καθώς και ένας πελώριος θρόνος, μπροστά στον οποίο υπήρχε ένα ακουμπιστήρι για τα πόδια. Επρόκειτο για τον Θρόνο στον οποίο καθόταν ο Κύριος, και από τον οποίο μπορούσε να εποπτεύει το καθετί πάνω στην γη.
Ο ράφτης πλησίασε στον Θρόνο και άρχισε να βλέπει με την παραμικρή λεπτομέρεια την κάθε αμαρτία που είχε κάνει στην γη όσο ζούσε, μικρή και μεγάλη, μαζί και τις ζωές των φίλων του και των συγγενών του. Τόσο πολύ μάλιστα εκστασιάστηκε από το όραμα που κατά λάθος έπεσε πάνω στο ακουμπιστήρι και το μετακίνησε από την θέση του. Άρχισε να κλαίει γοερά, και για να μαζέψει το κλάμα του, κρύφτηκε πίσω από μια καρέκλα.
Όταν ο Κύριος με τους ακολούθους του επέστρεψαν, δεν πρόσεξαν τον ράφτη που είχε κρυφτεί, αλλά είδαν πως το ακουμπιστήρι βρισκόταν σε άλλη θέση από αυτήν που το είχαν αφήσει. Τότε ο Κύριος φώναξε τον Άγιο Πέτρο και τον ρώτησε αν είχε κάποιος μπει στον Παράδεισο όσο έλειπε.
Ο Άγιος Πέτρος τότε του είπε: "Δεν ξέρω κανέναν άλλο, παρά μόνο έναν ράφτη που βρίσκεται κρυμμένος στη γωνία."
Τότε ο Κύριος ζήτησε να του φέρουν τον ράφτη μπροστά του, και τον ρώτησε γιατί θέλησε να μπει στον Παράδεισο όσο αυτός απουσίαζε.
"Κύριε", απάντησε ο ράφτης με δάκρυα στα μάτια, "πριν έρθω νόμιζα πως ήμουν τίμιος και εργατικός, και έτσι ζήτησα από τον Άγιο Πέτρο να κάνει μια εξαίρεση. Πλησιάζοντας όμως στον Θρόνο σου είδα πως μόνο τίμιος δεν ήμουνα στην γη, και πως οι αμαρτίες μου ήταν πολλές και μεγάλες."
Τότε ο Κύριος του είπε: "Τώρα λοιπόν έμαθες πως εκτός από τίμιος και εργατικός θα πρέπει κανείς να είναι και ταπεινός". Και με αυτά τα λόγια διέταξε τον Άγιο Πέτρο να τον αφήσει για πάντα στον Παράδεισο για να μπαλώνει τα σκισμένα ρούχα από τα αγγελάκια.