ΕΝΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΟ ΡΟΔΙ ΚΑΠΟΤΕ σε μια πιατέλα πίστευε πολύ στα γούρια, και φρόντιζε να έχει πάντοτε μαζί του ένα πέταλο στο μέγεθός του, το οποίο θεωρούσε τυχερό. Και έτσι οι μέρες περνούσαν, μαζί και οι εβδομάδες, και αυτό περίμενε ήσυχο πότε θα ερχόταν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ώστε να υποδεχθεί την νέα χρονιά κρατώντας το γούρι του.
Ώσπου μια μέρα έγινε το αναπάντεχο: η νοικοκυρά έριξε από απροσεξία την πιατέλα με τα διακοσμητικά στολίδια κάτω, μαζί και το ρόδι, το οποίο ζαλίστηκε από το πέσιμο. Μόλις συνήλθε και η νοικοκυρά το ξανατοποθέτησε στην πιατέλα, αυτό έψαξε παντού για να βρει το πέταλό του, αλλά μάταια.
Έτσι λοιπόν άρχισε να ψάχνει μέσα στο σπίτι για να το βρει. Έψαξε πίσω από καναπέδες και τραπέζια, καθώς και πίσω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. "Θα μου πάει άσχημα η καινούρια χρονιά αν δεν το βρω!", είπε στα άλλα στολίδια που το κοιτούσαν με απορία για να δικαιολογηθεί. Ώσπου κάποια στιγμή είδε το πέταλο μαζεμένο στο φαράσι μαζί με λογής λογής άλλα μικρά σκουπιδάκια και την νοικοκυρά να τα αδειάζει όλα μαζί στον κάδο. Έπειτα το άδειασε κι αυτό σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα σκουπιδιών και βγήκε έξω να την πετάξει.
"Και τώρα πως θα μου πάει καλά η χρονιά;", είπε στενοχωρημένο το ρόδι μόλις κατάλαβε πως είχε χάσει το γούρι του. Τότε η προσοχή του έπεσε πάνω στο ξύλινο αλογάκι που καθόταν δίπλα στο τζάκι, και σκέφτηκε να το ρωτήσει. "Ίσως αν βρεις κάποιον πεταλωτή...", του είπε αυτό και του εξήγησε πως τα παλιά τα χρόνια, όταν οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στους δρόμους καβάλα στα άλογα, υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες που αναλάμβαναν να τους φτιάχνουν τα πέταλα.
Και έτσι το ρόδι βγήκε έξω στο δρόμο και έφαγε τον κόσμο να βρει πεταλωτή να του φτιάξει καινούριο πέταλο. Μάταια όμως, αφού γύρισε όλο το χωριό και δεν βρέθηκε ούτε ένας να ξέρει που θα έβρισκε τέτοιον τεχνίτη. "Δεν υπάρχουν πλέον πεταλωτές, αφού πλέον όλοι οδηγούν αμάξια", του είπε μια ρόδα που το άκουσε να σιγομουρμουρίζει απογοητευμένο.
Τότε αυτό θυμήθηκε πως στην άλλη άκρη του χωριού υπήρχε ένας στάβλος με άλογα. "Μπορεί να μην υπάρχουν πεταλωτές, υπάρχουν όμως άλογα", σκέφτηκε, και μπήκε στο στάβλο για να δει αν υπήρχε κάποιο πέταλο στο μέγεθός του για να κλέψει.
Αφού έψαξε καλά καλά, δεν βρήκε ούτε ένα πέταλο που να μην του πέφτει μεγάλο. "Ας είναι", σκέφτηκε και άρπαξε όποιο βρήκε πρώτο μπροστά του. Έπειτα το έσυρε με προσοχή έξω από το στάβλο και άρχισε να τρέχει. Όμως τα άλογα το κατάλαβαν και άρχισαν να τρέχουν ξωπίσω του.
Αφού έτρεξε κι έτρεξε και είδε να ιδρώνει και να λαχανιάζει, κατάλαβε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγει απ' τα άλογα, και έτσι παράτησε το πέταλο για να σωθεί και κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο. Τα άλογα μόλις πήραν πίσω το κλεμμένο πέταλο χάρηκαν τόσο που γύρισαν πίσω στο στάβλο τους χωρίς να γυρέψουν άλλο το ρόδι. Και έτσι τους γλίτωσε.
"Και τώρα πως θα μου πάει καλά η χρονιά;", αναρωτήθηκε φωναχτά το ρόδι μόλις βγήκε απ' την κρυψώνα του. Τότε όμως παρατήρησε πως η νύχτα είχε πέσει και πως στον ουρανό έπεφταν βροχή τα βεγγαλικά, πράγμα που σήμαινε πως η νέα χρονιά είχε μπει και το βρήκε χωρίς το τυχερό του πέταλο.
Ξαφνικά είδε μπροστά του να πετάγεται ένα τετράφυλλο τριφύλλι, το οποίο είχε τη φήμη πως ήταν γουρλίδικο, και σκέφτηκε να το ρωτήσει αν όντως θα του πήγαινε άσχημα η νέα χρονιά χωρίς τυχερό πέταλο. Τότε αυτό του απάντησε με ένα ποίημα:
"Το ένα μου φύλλο είναι για την πίστη...
Το δεύτερο για την ελπίδα...
Το τρίτο συμβολίζει την αγάπη...
Και το τέταρτο για το γούρι!"
Και έπειτα του εξήγησε πως αν είχε τα τρια πρώτα, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, δεν χρειαζόταν κανένα γούρι, αφού θα είχε όλα όσα θα είχε πραγματικά ανάγκη για την νέα χρονιά και θα του αρκούσαν.
Μόλις το άκουσε, το καλό μας ρόδι προβληματίστηκε πολύ, και αφού σκέφτηκε καλά τα λόγια του τριφυλλιού πήρε το δρόμο του γυρισμού. Από εκείνη τη μέρα κατάλαβε πως δεν είχε πραγματικά ανάγκη κανένα γούρι για να του πάει καλά η χρονιά, παρά μόνο την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη.