ΕΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ ΚΑΠΟΤΕ κουραζόταν πολύ κάθε φορά που ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αφού έπρεπε να μοιράσει στα παιδιά της πόλης τα δώρα που του είχε εμπιστευτεί ο Άγιος Βασίλης. "Εμένα όμως κανείς δεν θα μου κάνει δώρο!", έλεγε όλη τη χρονιά, αλλά παρ' όλα αυτά, όποτε ερχόταν η ώρα να δώσει δώρο σε παιδάκι, έβαζε τα δυνατά του για να το δώσει με χαμόγελο, γιατί ήξερε πως το παιδάκι θα το περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία.
Όταν τελικά ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς για να μην κουραστεί πολύ μάζεψε τα παιδιά γύρω από το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο έλατο στην πλατεία του χωριού και αφού είπε μαζί τους τα κάλαντα, τους μοίρασε τα δώρα τους με ένα πλατύ χαμόγελο ως τα αυτιά. Αυτά τόσο το ευχαριστήθηκαν, που έμειναν μαζί του παραπίσω για να συνεχίσουν να τραγουδούν και να συγκρίνουν τα δώρα μεταξύ τους. Λίγο πριν έρθει όμως η ώρα να γυρίσουν σπίτια τους, ο σάκος παραξενεύτηκε πολύ μόλις είδε πως του είχε ξεμείνει ένα τελευταίο δώρο, το οποίο δεν έγραφε ούτε όνομα μα ούτε και διεύθυνση.
"Μήπως εσύ δεν πήρες;", άρχισε να ρωτάει αγχωμένος ένα - ένα τα παιδάκια, μα όλα είχαν πάρει κι από ένα, κι έτσι, σιγά σιγά πήραν το δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους. Τον καλό μας σάκο πάλι, τον έφαγε η αγωνία να βρει ποιό παιδάκι δεν είχε πάρει δώρο, αφού ο Άι Βασίλης σίγουρα θα θύμωνε μαζί του αν κάποιο έμενε παραπονεμένο, ειδικά αν είχε κάνει καλές πράξεις όλη τη χρονιά.
Έτσι λοιπόν, άρχισε να χτυπάει μια - μια τις πόρτες των σπιτιών, και να ρωτάει αν τυχόν κάποιο παιδάκι είχε μείνει χωρίς δώρο. Μάταια όμως, αφού δεν βρήκε κανένα, παρά μόνο γιαγιάδες και παππούδες που του ζητούσαν να κρατήσουν το δώρο για την πάρτη τους ώστε να θυμηθούν τα νιάτα τους.
Τότε λοιπόν και αφού σιγούρεψε πως είχε κοιτάξει σε όλα τα σπίτια, σκέφτηκε να μελετήσει τη λίστα που του είχε δώσει ο Άι Βασίλης, στην οποία είχε σημειώσει ποιό παιδάκι έκανε καλές πράξεις όλη τη χρονιά και ποιό σκανταλιές, καθώς και τι δώρο θα έπαιρνε το καθένα. Αφού κοίταξε ένα - ένα τα ονόματα, βρήκε μόλις ένα παιδάκι, για το οποίο ο Άι Βασίλης είχε σημειώσει πως δε θα έπαιρνε δώρο επειδή ήταν πάρα πολύ άτακτο. "Ίσως ο Άγιος άλλαξε γνώμη", σκέφτηκε ο σάκος, και επισκέφτηκε το παιδάκι στο κοντινό ορφανοτροφείο. Μόλις όμως συνάντησε το παιδάκι για ακόμη μια φορά απογοητεύτηκε πολύ, αφού ο Άι Βασίλης φρόντισε να του στείλει δώρο με το ταχυδρομείο, καθώς και ένα γράμμα με συμβουλές για να βελτιωθεί την επόμενη χρονιά. Και έτσι για ακόμη μια φορά δε βρήκε τον παραλήπτη του δώρου.
Αφού λοιπόν δε βρέθηκε ούτε ένα παιδάκι να του παραπονεθεί, και με το κρύο να φουντώνει, ο σάκος θυμωμένος πήγε στην πλατεία του χωριού και για ακόμη μια φορά στάθηκε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. "Αν δε μου πείτε σε ποιόν ανήκει, δε θα σας ξαναφέρω ποτέ δώρο", φώναξε δυνατά και όλα τα παιδάκια βγήκαν από στα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών τους για να δουν τι είχε συμβεί.
"Εντάξει λοιπόν, αφού και σεις ποτέ δε μου κάνετε δώρο, θα το κρατήσω για μένα!", αναφώνησε μια ακόμη φορά και από τον θυμό του έγινε κόκκινος σαν ηφαίστειο. Τόσο που ταράχτηκε, του έπεσε ένα καρτελάκι που είχε ξεμείνει μαζί με το τελευταίο δώρο χωρίς να το δει. Αυτό έγραφε:
"Αγαπητέ σάκε, για να σε ευχαριστήσουμε που κάθε χρονιά μας κουβαλάς τα δώρα με πολλή υπομονή, αποφασίσαμε να σου κάνουμε και μεις δώρο φέτος, ένα ζευγάρι καινούρια κορδόνια.
- τα παιδιά του χωριού"
Μόλις το διάβασε, ο σάκος έγινε αυτή τη φορά κόκκινος από ντροπή. "Με συγχωρείτε, ήμουνα άδικος...", είπε στα παιδιά που αυτή τη φορά μαζεύτηκαν τριγύρω του να τον καθησυχάσουν. Έπειτα άνοιξε το δώρο του και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ με τα καινούρια του κορδόνια που τα φόρεσε κατευθείαν.
Από τότε πήρε το μάθημά του να μην βγάζει εύκολα και γρήγορα συμπεράσματα.