ΕΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ ΚΑΠΟΤΕ μπέρδεψε τις γιορτές και νόμιζε ότι ήταν Πάσχα, ενώ κόντευε Πρωτοχρονιά. "Δεν μπορώ να περιμένω την ώρα που θα σουβλίσουμε το αρνί", έλεγε στα άλλα αβγά στο καλαθάκι, τα οποία παραξενεύτηκαν πολύ, χωρίς όμως να καταλάβουν τι εννοούσε. Έτσι δεν βρέθηκε κανένας να του πει ότι έχουμε Χριστούγεννα αντί για Πάσχα.
Έτσι κι αυτό περίμενε την ώρα και την μέρα που η νοικοκυρά θα έπαιρνε τα αυγά από το καλάθι για να τα βάψει. Περίμενε, περίμενε, όμως αυτή πουθενά να φανεί. Πάνω στην ανυπομονησία του, έριξε ένα σάλτο και πήδηξε από το καλαθάκι για να πάει να ετοιμαστεί. "Άσε τους άλλους να περιμένουν", είπε, και συνέχισε "εγώ θα ετοιμαστώ μόνο μου".
Έψαξε τα ντουλάπια για να βρει την βαφή, όμως δεν την βρήκε πουθενά. "Δεν πειράζει, αφού δεν με βάφει η νοικοκυρά, θα διαλέξω εγώ το χρώμα μου φέτος", είπε και έκλεισε το ντουλάπι. Έπειτα άρχισε να ψάχνει και τα υπόλοιπα ντουλάπια, ώσπου σε ένα από αυτά βρήκε ένα πινέλο και νερομπογιές. Τα πήρε και πήγε στον νιπτήρα του μπάνιου. Μπροστά στον καθρέφτη, ανακάτεψε τις νερομπογιές με νερό και με το πινέλο άρχισε να βάφεται κόκκινο. Αφού τελείωσε, ξέπλυνε το πινέλο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: ήταν πανέτοιμο... για το Πάσχα.
Αφού τα μάζεψε όλα, πήγε στο τζάκι στο σαλόνι για να περιμένει, όπου τα φώτα ήταν σβηστά και δύσκολα θα το έβλεπαν τα άλλα αβγά. Εκεί είδε δυο μεγάλες, κατακόκκινες κάλτσες κρεμασμένες από το τζάκι. Όμως καθώς τις πλησίαζε να δει τι έχουν μέσα ακούστηκε ένας θόρυβος, ο οποίος το παραξένεψε. "Η νοικοκυρά θα είναι", σκέφτηκε, "θα γυρνάει από την Ανάσταση".
Μόλις λίγα λεπτά και μέσα από το τζάκι είδε έναν αξιαγάπητο στρουμπουλό γεράκο με άσπρα μούσια και μαλλιά να σκαρφαλώνει για να κατέβει. Αφού τον κοίταξε καλά καλά και θαμπώθηκε από την κόκκινη στολή του, κατάλαβε πως ήταν ο Άι Βασίλης, και πως είχε έρθει για να γεμίσει τις κάλτσες με δώρα. Πάνω στον πανικό του έκανε γρήγορα να κρυφτεί πίσω από τα κούτσουρα που είχε αφήσει η νοικοκυρά δίπλα στο τζάκι. Όμως ο Άι Βασίλης το είδε, και όπως είναι φυσικό, ξέσπασε σε γέλια. Του είπε: "Βρε κοίτα να δεις σε αυτό το σπίτι, που μπερδεύτηκαν και έβαψαν τα αβγά κόκκινα για... τα Χριστούγεννα!"
Το αυγό, που ήταν ήδη βαμμένο με κόκκινη νερομπογιά, έγινε κατακόκκινο και από ντροπή. Κρατήθηκε όμως να μην πει τίποτα. Ο Άι Βασίλης τοποθέτησε ήσυχα ήσυχα τα δώρα στις κάλτσες, ύστερα έφυγε από την καμινάδα όπως ήρθε. Καθώς όμως σκαρφάλωνε, του έπεσε στο τζάκι το κόκκινο σκουφί.
"Πω πω ρεζίλι που έγινα στον Άι Βασίλη", είπε το αυγό. "Μα να νομίσω πως έρχεται το Πάσχα ενώ κοντεύει Πρωτοχρονιά;". Έπειτα όμως πάλι του μπήκε η περιέργεια να δει τι δώρα είχε βάλει ο Άι Βασίλης στις κάλτσες. Δεν πρόλαβε να τις ανοίξει, και ένας ήχος ακούστηκε, σαν κάποιος να ερχόταν από την κουζίνα. Ήταν τα άλλα αυγά, τα οποία είχαν ανησυχήσει που έλειπε τόσες ώρες και άρχισαν να ψάχνουν να το βρουν.
Τότε αυτό σκέφτηκε να βάλει το σκουφί του Άι Βασίλη για να δικαιολογηθεί. "Αυτό που δεν ξέρετε για μένα είναι ότι... είμαι ο Άι Βασίλης και ήρθα για να σας φέρω τα δώρα σας!", είπε μόλις τα είδε χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Αυτά τότε του απάντησαν: "Δεν είσαι ο Άι Βασίλης, γιατί δεν έχεις άσπρα μούσια και μαλλιά σαν αυτόν, παρά μόνο βάφτηκες κόκκινο για να μας ξεγελάσεις", και με αυτά τα λόγια ξέσπασαν σε γέλια.
Τόση ήταν η ντροπή του αυτή τη φορά που έβαλε τα κλάματα και από το κλάμα ξέβαψε η κόκκινη νερομπογιά. Με τα πολλά έγινε όπως πρώτα. Όμως τα γέλια και το κλάμα ακούστηκαν τόσο δυνατά που η νοικοκυρά ξύπνησε και αφού έβαλε τις παντόφλες της, πήγε στο σαλόνι για να δει από που ερχόταν η φασαρία. "Καλέ, τα αυγά! Κάποιος τα πήρε από την κουζίνα και τα έφερε στο τζάκι", είπε αυτή. Βλέποντας όμως τις κάλτσες γεμάτες δώρα συμπλήρωσε με ενθουσιασμό: "Ο Άι Βασίλης ήταν!".
Έπειτα πάλι έβαλε τα αυγά πίσω στο καλάθι στην κουζίνα, όπου και αυτά περίμεναν υπομονετικά την ώρα τους το Πάσχα χωρίς να βγάλουν τσιμουδιά.