Έπιασε την παλάμη του αριστερού της χεριού και την κράτησε σφιχτά και με τα δυο του χέρια. Αυτή τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο γλυκιά απορία, σχεδόν σαν να περίμενε κάτι αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρη για το τι θα ήταν αυτό. Μόλις τα δυο τους βλέμματα συναντήθηκαν, αυτός με αργές, σίγουρες κινήσεις έσκυψε και της φίλησε το χέρι, αφήνοντας τα χείλη του να χορτάσουν κάθε σπιθαμή από το απαλό της δέρμα, από τα δάχτυλα μέχρι τον καρπό.
"Δεν σε έφερα εδώ χωρίς λόγο", της είπε με μια φωνή τρεμάμενη και σχεδόν ψιθυριστή, σαν να μην ήθελε να διαταράξει την γλυκιά ηρεμία της θάλασσας και το άκουσμα του απαλού κύματος. Έπειτα με το ένα του χέρι συνέχισε να περιεργάζεται τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Ήταν σαν η μορφή του να είχε σβηστεί από το φεγγαρόφως, αφήνοντας μόνο την σιλουέτα του να αχνοφαίνεται. Αυτή πάλι, με το μεταξένιο της φόρεμα, τα πλεγμένα μαλλιά της και το ολόγιομο φεγγάρι σαν φωτοστέφανο γύρω από την λεπτοκαμμωμένη της μορφή, θύμιζε μια φιγούρα βγαλμένη από μιαν άλλη εποχή, μόλις λίγους αιώνες πίσω, τότε που οι άνθρωποι ζούσαν και πέθαιναν για το ρομάντζο.
"Για πες λοιπόν, γιατί με έφερες εδώ;", του απάντησε, σχεδόν με παράπονο. Αυτός πάλι, δίχως να πει κουβέντα, έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσαφένιο δαχτιλίδι και το έσφιξε στο χέρι του. Έπειτα παραμέρισε το κουπί και σηκώθηκε όρθιος, σαν να ετοιμαζόταν για υπόκλιση, και γονάτισε με το ένα του πόδι μπροστά της. Το λαμπίρισμα του δαχτιλιδιού στο φεγγαρόφως αρκούσε για να της πάρει τα μυαλά. Την τάραξε τόσο μάλιστα το θέαμα, που τράβηξε απότομα και τα δυο της χέρια και τα ακούμπησε στο προσωπό της. Έπειτα με ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη και με τα μάτια γουρλωμένα από την αντανάκλαση του φεγγαρόφωτος στο χρυσαφένιο δαχτιλίδι, αναφώνησε: "Θεέ μου, τι όμορφο!"
Τρελαινόταν για ρομάντζο. Όλη της τη ζωή περίμενε τον πρίγκιπα καβάλα στο λευκό άλογο, αυτή την ονειρεμένη μορφή που θα κατάφερνε να της πάρει τα μυαλά και να κυριεύσει την φαντασία της. Είχε απορρίψει δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες επίδοξους «εραστές», ακριβώς γιατί ένιωθε πως δεν ήταν σε θέση να της προσφέρουν λίγο από το όνειρο. Αυτό το κάτι ιδιαίτερο που την τραβούσε, είχε καταλάβει, περισσότερο είχε να κάνει με τον τρόπο που παρουσιαζόταν μπροστά της και την ικανότητα αυτού που θα την έκανε να ζήσει το παραμύθι.
"Θα ήθελα να γίνεις γυναίκα μου", της είπε, περνώντας το δαχτιλίδι στον παράμεσο του αριστερού της χεριού, "και να μου χαρίσεις έναν χορό στο φεγγαρόφως". Δίχως δισταγμό την σήκωσε όρθια με απαλές κινήσεις και πέρασε το δεξί του χέρι γύρω από την μέση της, κρατώντας ταυτόχρονα το αριστερό της χέρι με το δικό του. Έπειτα πλησίασε κοντά της και εκμεταλλευόμενος με εξαιρετική μαεστρία τον λιγοστό χώρο που προσέφερε η πλώρη της βάρκας της προσέφερε τον πρώτο τους γαμήλιο χορό. Στη θύμισή της ήρθε η πρώτη φορά που την είχε γνωρίσει στη σχολή τανγκό, τότε που με μεγάλο δισταγμό την κατάφερε να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο και να δοθεί στην μουσική.
Οι δυο τους άρχισαν να λικνίζουν τα λυγερά τους κορμιά στο φεγγαρόφως. Τίποτε δεν θα μπορούσε να διαταράξει την ρομαντικότητα της στιγμής, και πραγματικά θα συνέχιζαν έτσι για ώρες, αν με μια απότομη κίνησή της αυτή δεν παραπατούσε και δεν έπεφτε στο ρηχό νερό, καταβρέχοντας το μακρύ της φόρεμα. Αυτός στην αρχή γέλασε, έπειτα όμως της έπιασε το χέρι να την ανεβάσει πίσω. Τελευταία στιγμή όμως και καθώς αντίκρισε την αντανάκλαση του φεγγαριού στο νερό, κάτι μέσα του σκίρτησε: έριξε ένα σάλτο και πήδηξε κι αυτός από την βάρκα, ώστε να βραχεί μαζί της. Τα κατάφερε. Έγιναν μούσκεμα.
Κι έτσι, με τις μορφές τους να λούζονται από το ασημόχρωμο φεγγαρόφως, πιάστηκαν πάλι από τη μέση και συνέχισαν τον ρομαντικό τους χορό, με τα γόνατά τους οριακά να προεξέχουν από τη στάθμη του νερού.