Ένας δισταγμός μέσα της την έβαλε σε σκέψεις της τελευταίας στιγμής. Με το ένα της χέρι ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα. Με το άλλο κρατούσε τον ίδιο χαρτοφύλακα που την είχε συντροφεύσει σε πλήθος άλλων εξετάσεων στο παρελθόν. Μέσα του υπήρχαν στυλό και τετράδια με σημειώσεις, άλλα πρόσφατα και άλλα ξεχασμένα από παλιότερα χρόνια. Κουβαλούσε όλα τα απαραίτητα εργαλεία και σύνεργα που άλλοτε την συντρόφευσαν μέσα από το ταξίδι της στην Γαλλική Φιλολογία και με τα οποία τώρα φιλοδοξούσε να της χαρίσουν αυτό που ποθούσε από παιδί: την είσοδο για το τμήμα Εικαστικών Σπουδών της σχολής Καλών Τεχνών.
Από μικρή έπιανε το χέρι της. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει με όλα τα πράγματα στην ζωή, αν κάτι το αφήσεις, σε αφήνει. Πολεμούσε την σκέψη μέσα της, πως είχε προδώσει τα όνειρά της για να γίνει κάτι που δεν ήταν. Εξάλλου όταν κάποιος έχει φυσική κλίση σε κάτι και το αγαπάει, η φύση βρίσκει τρόπους να τον βοηθήσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Με αυτή τη σκέψη, βρήκε το θάρρος και χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου. Χτύπησε μια, δύο φορές. Έπειτα εστίασε πάνω στα κομψά σχέδια με κάρβουνο που είχε κολλήσει ο δάσκαλος στην τζαμαρία για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των περαστικών, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισε κάποιες όμορφες σκηνές βγαλμένες από την καθημερινή ζωή, το εσωτερικό μιας γοτθικής εκκλησίας, αυλές αλλά και πολυάσχολους δρόμους της παλιάς ευρωπαϊκής πόλης. Το βλέμμα της στάθηκε σε κάθε λεπτομέρεια των ζωγραφιών, και θα μπορούσε να καθόταν εκεί και να παρατηρεί την παραμικρή καμπύλη και την υφή του κάρβουνου, αν δεν την διέκοπτε μια βραχνή φωνή: "Παρακαλώ, μπορώ να σας βοηθήσω κάπως;"
Είχε βρεθεί στο σημείο δίχως γυρισμό. Μια δειλή απάντηση ξεπρόβαλε από τα χείλη της, λέξη προς λέξη, ώσπου να σχηματίσει ολόκληρη την τολμηρή φράση: "Ναι... θα ήθελα να δώσω για το τμήμα για την Καλών Τεχνών".
Ο δάσκαλος την καλωσόρισε. Της συστήθηκε ως Νίκος. Αυτή του συστήθηκε πίσω, έπειτα έβγαλε το παλτό της και το φουλάρι της για να νιώσει πιο άνετα. Κάθισαν στο γραφείο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίπτωσή της, μάλιστα μπήκε σε τόσο λεπτομερείς και βαθιές ερωτήσεις σχετικά με την πορεία της ζωής της ως τώρα που το ενδιαφέρον του της φάνηκε αφύσικο. Οι δυο τους παρέμειναν στο γραφείο για περισσότερο από τρεις ώρες, αναλύοντας το τι έχει κάνει ως τώρα και το τι θα μάθαινε κοντά του. Αυτή του έβγαλε κάποιες πρόχειρες ζωγραφιές που κρατούσε στον χαρτοφύλακα, περισσότερο ως απόδειξη ότι πραγματικά ενδιαφέρεται παρά για να του παινευτεί. Αυτός πάλι άρχισε να αναλύει τις ζωγραφιές της με μια μυστηριακή μανία. Ανέλυσε τα πάντα, από τις διαστάσεις και την προοπτική μέχρι τις καμπύλες και το chiaroscuro. Έπειτα της ζήτησε να πιάσουν μαζί το μολύβι και να προσπαθήσουν παρέα. Αυτή του η απαίτηση ήταν που την έκανε να νιώσει άβολα.
"Συγνώμη, δεν μπορώ... δεν", του απάντησε. Αυτός πάλι την πλησίασε και με απαλές κινήσεις της έπιασε το δεξί χέρι. Έπειτα με εξίσου αργές κινήσεις τοποθέτησε ένα καλοξυσμένο μολύβι μέσα στην παλάμη της και την έσφιξε. Πήρε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο χαρτί, με μια πρωτοφανή ερωτική διάθεση. Μόλις πήγε να του αρθρώσει αντίρρηση, αυτός της είπε κοφτά: "Μαζί θα το κάνουμε. Θα δεις". Έπειτα καθοδήγησε το στυλό στο χαρτί με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματιστεί ένα στρογγυλό περίγραμμα που έμοιαζε με βάζο. "Ας μην κάνουμε βάζο", του είπε αυτή σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αποτρέψει. Η παρουσία του την είχε συνεπάρει.
"Δίκιο έχεις. Ας κάνουμε πρόσωπο", της απάντησε αυτός. Έπειτα έσφιξε το χέρι της και άρχισε να μετατρέπει το βάζο σε πρόσωπο. Σχεδίασε κάθε λεπτομέρεια: την μύτη, τα μάτια, το στόμα. Στα χείλη επέμεινε. Όταν έφτασε στο αυτί σχεδίασε ένα πανέμορφο σκουλαρίκι, σαν πέρλα. Οι κινήσεις του ήταν τόσο επιτηδευμένες και προσεκτικές που έρεαν με σχεδόν μαγικό τρόπο. Δεν έκανε ούτε ένα λάθος. Οι καμπύλες του προσώπου άρχισαν να της προκαλούν την φαντασία, σχεδόν σαν να της θύμιζαν κάποιο γνωστό ή συγγενή της, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιόν. Αφού τελείωσαν το πρόσωπο, πρόσθεσαν ρούχα, καθώς και μια μαντίλα που παρέπεμπε σε Ανατολή. Το υπόλοιπο πρόσωπο όμως είχε ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, πράγμα που την έκανε να αναρωτηθεί:
"Σχεδιάζουμε συγκεκριμένο πρόσωπο;"
"Και ναι, και όχι. Είναι το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, του Γιοχάνες Βερμέερ. Έλα στο τμήμα μου και θα τα μάθεις.", της απάντησε.
Η φαντασία της έκτοτε άρχισε να τρέχει με χίλια. Κατάλαβε ότι ο δάσκαλος που είχε μπροστά της ήταν κάτι το εξαιρετικό, ένας ταλαντούχος άνθρωπος τόσο παθιασμένος με την τέχνη που το χέρι του είχε γίνει ένα με την φαντασία του. Την κατάφερε. Συζήτησαν για λίγο ακόμη πάνω στη ζωγραφιά, έπειτα της μίλησε αναλυτικά για το τι θα μάθαινε στο εργαστήρι, καθώς και για το δικό του παρελθόν. Έδωσαν τα χέρια. Θα χαιρόταν πολύ να την έχει ως μαθήτρια στο τμήμα που θα ξεκινούσε τον Οκτώβρη. Στην έξοδο την χαιρέτησε εγκάρδια, αλλά και αυτή ήταν τόσο πολύ μαγεμένη και ενθουσιασμένη από όλο αυτό που είχε ζήσει που δεν δίστασε στιγμή να ανανεώσει το ραντεβού της.
Ώσπου ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Ο Νίκος επέστρεψε στο εργαστήρι. Αυτή έβγαλε το πορτοφόλι της να δει ότι έχει εισιτήριο. Έπειτα έτεινε τα χέρια στο λαιμό της με απορία, παρατηρώντας ότι είχε ξεχάσει το φουλάρι. Χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου για μια ακόμη φορά, περιμένοντας τον Νίκο να ανοίξει. Χτύπησε μια, χτύπησε δύο. Μάταια. Μόλις πήγε να του φωνάξει μέσα από την πόρτα, παρατήρησε ότι αυτή δεν είχε κλείσει καλά. Χρειάστηκε ελάχιστη δύναμη για να την σπρώξει και να την ανοίξει, μόνο και μόνο για να αντικρίσει ότι το εργαστήρι είχε ξαφνικά ερημώσει και τα φώτα ήταν σβηστά. Με ανάλαφρα βήματα κατευθύνθηκε στο γραφείο του δασκάλου και μάζεψε το φουλάρι της, έπειτα πάλι προς την έξοδο. Ένας απρόσμενος ήχος, σαν σιγανό κλάμα, όμως την έκοψε στα μισά της διαδρομής, κινώντας για ακόμη μια φορά την περιέργειά της. Άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο ώσπου παρατήρησε ένα αχνό, κίτρινο φως να ξεπροβάλλει κάτω από την κόκκινη κουρτίνα που χώριζε το σαλόνι από το εργαστήρι.
Με ανεπαίσθητα βήματα πλησίασε την κουρτίνα και έχωσε το κεφάλι της στην σχισμή. Αντίκρισε το Νίκο με ένα πινέλο στο χέρι και δάκρυα στα μάτια, να κάνει διορθώσεις σε έναν μεγάλο καμβά στον οποίο φαινόταν για ακόμη μια φορά το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, του Γιοχάνες Βερμέερ. Με απαλές πινελιές αυτός και με έναν ρυθμό σχεδόν ερωτικό, τόνιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου στον νωπό καμβά. Αυτή πάλι, σαστισμένη και γεμάτη απορία, φώτισε την οθόνη του κινητού της ώστε να φανεί η φωτογραφία της που είχε για φόντο: το πρόσωπό της ήταν ολόιδιο με αυτό της ζωγραφιάς του Νίκου.