(ιστορία για μεγάλους)
Ένα δάκρυ φάνηκε να κυλάει από τα μάτια του και να ποτίζει το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Χρόνια ολόκληρα, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, είχαν περάσει και ο γερασμένος Ηλίας ακόμη δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει τον άδικο χαμό του γιου του, Γιώργου. Η ψυχή του ταρασσόταν κάθε φορά που αντίκριζε το καδράκι με την φωτογραφία του, ντυμμένου με πλήρη στρατιωτική περιβολή, την μέρα της ορκομωσίας του στις ειδικές δυνάμεις. Και από πάνω το μετάλλιο τιμής "Πεσών δια την Πατρίδαν" και το περήφανο "Δεν Ξεχνώ" της Μεγαλόνησου, ήταν αρκετά να βουρκώσουν τα μάτια του και να τον αποσπάσουν από το ξεσκόνισμα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Πέρα από τα σκονισμένα έπιπλα τον περίμεναν επιπλέον ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί, κάμποσες ξεθωριασμένες μπάλες γεμάτες σκόνη και δυο μεγάλες, κατάμαυρες σακούλες σκουπιδιών έτοιμες να τα υποδεχθούν.
Ο Ηλίας δεν μπόρεσε ποτέ να το συνειδητοποιήσει. Μόνος πια, και αφού αποδήμησε εις Κύριον και η γυναίκα του η Ευδοξία, περνούσε τις μέρες και τα χρόνια με την ελπίδα πως εκείνο το παλιομοδίτικο πράσινο τηλέφωνο με τον μύλο που βρισκόταν στο τραπεζάκι πίσω απ' την πόρτα θα χτυπούσε: πως θα ήταν ο Γιώργος και θα του έλεγε πως ήταν όλα καλά, ή κάποιος υπεύθυνος που θα έδινε την παραμικρή πληροφορία σχετικά με το που θα μπορούσε να βρίσκεται το παιδί. Έτσι και τώρα. Άφησε διστακτικά το ξεσκονόπανο και έκανε προς το τηλέφωνο, σχεδόν σαν να περίμενε πως αυτό θα χτυπούσε. Και πάνω στην ώρα ακούστηκε ένα δυνατό "ντρρριιιιιν". Αυτό της εξώπορτας...
Ο Ηλίας κοίταξε διστακτικά από το μάτι. Ήταν τρια χαριτωμένα παιδάκια με τρίγωνα, προφανώς για να πουν τα κάλαντα. Όσο χαριτωμένα όμως κι αν ήταν, η μόνη σκέψη που περνούσε από το μυαλό του Ηλία ήταν αυτή του τηλεφώνου. Τα αγνόησε ώσπου ακούστηκε το δεύτερο "ντρρριιιιν".
"Να τα πούμε;", ακούστηκε η φωνή των παιδιών πριν καλά καλά ανοίξει η χαραμάδα της πόρτας. Ο Ηλίας απέρριψε την ιδέα απευθείας. Μαζί με την ιδέα, έκλεισε απότομα και η πόρτα. Μετά από λίγο ακολούθησε ένα τρίτο "ντρρριιιν", στο άκουσμα του οποίου το γερασμένο βλέφαρο του Ηλία κόλλησε στο ματάκι της πόρτας, μέχρι να σιγουρευτεί ότι οι απρόσμενοι επισκέπτες δεν θα τον ξαναενοχλούσαν. Αφ' ότου τα παιδιά απομακρύνθηκαν, ο Ηλίας επέστρεψε στο σαλόνι. Πήρε αγκαλιά την φωτογραφία του μοναχογιού του και άρχισε να κλαίει γοερά, και θα έμενε εκεί για ώρες, αν δεν τον τάραζε ένας αναπάντεχος ήχος από σπάσιμο τζαμιού.
Με απότομες, άγαρμπες κινήσεις, πλησίασε το παράθυρο του σαλονιού, το οποίο πλέον είχε γίνει κομμάτια. Στο δρόμο φαίνονταν τα ίδια παιδάκια που προηγούμενως είχαν χτυπήσει για κάλαντα να απομακρύνονται τρέχοντας. Ο Ηλίας έτρεξε στην κουζίνα να φέρει χαρτόνι για να καλύψει την τρύπα. Επιστρέφοντας, αντίκρισε ένα θέαμα αναπάντεχο: ένα χαριτωμένο πουλί είχε εισβάλλει στο δωμάτιο από την τρύπα και είχε καθίσει πάνω σε μια περίτεχνη προτομή του Αριστοτέλη.
Ο Ηλίας έκανε άγαρμπα να το διώξει, όμως πριν καλά καλά το χέρι του φτάσει να το ακουμπήσει, αυτό είχε ήδη αφήσει μια υγρή, καφετί κουτσουλιά πάνω στην πέτρα της προτομής και είχε ήδη πετάξει. Αυτό σήμαινε πόλεμο! Ο Ηλίας χωρίς δισταγμό άρπαξε μια βέργα και επιτέθηκε χωρίς οίκτο στον απρόσμενο επισκέπτη, ο οποίος πετούσε από την μια πλευρά του δωματίου στην άλλη, αμολώντας κουτσουλιές. Πέρασαν πέντε, δέκα λεπτά άγριου κυνηγητού και το σπίτι ήδη είχε αρχίσει να θυμίζει εμπόλεμη ζώνη. Το πουλί αμολούσε την ώχρα του όπου έβρισκε: σε δερματόδετες εκδόσεις βιβλίων που είχαν σημαδέψει τα ακαδημαϊκά χρόνια του Ηλία, σε περίτεχνα αγάλματα αρχαίων πολεμιστών αλλά και σε πίνακες και κάδρα με απεικονίσεις από τον αρχαίο κόσμο. Σε καναπέδες και κουρτίνες. Και ο άγαρμπος Ηλίας συνεισέφερε, πάνω στον πανικό του, στον χαμό, συμπαρασέρνοντας λογής λογής αντικείμενα. Όσο περισσότερο το κυνηγούσε, τόσο περισσότερο αυτό του ξέφευγε, σπέρνοντας την καταστροφή στον διάβα του. Ώσπου κάθισε στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που σύντομα θα πετιόνταν στα σκουπίδια.
Με αργά και σιωπηλά βήματα, ο Ηλίας έφτασε μέχρι την κουζίνα, απ' όπου πήρε μια απόχη που είχε εύκαιρη. Έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι και σημάδεψε με όλη του την δύναμη ώστε να καπελώσει το δέντρο με το πουλί στην κορυφή. Μόνο που αυτή τη φορά ο Ηλίας δεν άντεξε το βάρος και τα κατάφερε να ρίξει κάτω και το δέντρο αλλά και τον ίδιο, σηκώνοντας τόνους σκόνης στο δωμάτιο. Όταν αυτή καταλάγιασε, είδε το πουλί να περπατάει πάνω στο κάδρο του μοναχογιού του, το οποίο είχε αφήσει πάνω στον καναπέ. Ανύμπορος ουσιαστικά να αντιδράσει και με φόβο μήπως το κουτσουλήσει, άπλωσε το χέρι του να το φτάσει. Το πουλί πάλι και προς μεγάλη έκπληξη του Ηλία, αφού τον κοίταξε καλά καλά, έκανε ακριβώς τόσα βήματα όσα χρειάζονταν ώστε να φύγει από το κάδρο, έπειτα αμόλυσε την κουτσουλιά με ασφάλεια πάνω στον καναπέ.
Λίγες μέρες αργότερα, αυτή την φορά παραμονή πρωτοχρονιάς, το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε πάλι. Όταν η πόρτα άνοιξε, τα παιδιά αντίκρισαν ένα σπίτι αλλιώτικο και απαλλαγμένο από οτιδήποτε περιττό: το δέντρο έλαμπε με αστραφτερά στολίδια, και δίπλα του βρισκόταν ένα ολόχρυσο κλουβί με το πορτάκι ανοιχτό.
"Να τα πείτε", τους αποκρίθηκε ο Ηλίας. Στον ώμο του καθόταν ο νέος του φίλος, ο αναπάντεχος επισκέπτης των Χριστουγέννων.