Ένας φτωχός αγρότης κάποτε είχε τέσσερις πάρα πολύ όμορφες κόρες, τις οποίες αγαπούσε πολύ. Στην πιο όμορφη από αυτές όμως, την μικρότερη, επειδή της είχε μεγάλη αδυναμία την είχε καλομάθει και της έκανε όλα τα χατήρια. Ένιωθε όμως πάρα πολύ άσχημα που ήταν φτωχός, και το μόνο δώρο που μπόρεσε να της κάνει όλα αυτά τα χρόνια με τα λιγοστά του χρήματα ήταν ένα πράσινο τόπι. «Εύχομαι μια μέρα να βρεις τον πρίγκηπά σου», της έλεγε κάθε βράδυ πριν την βάλει για ύπνο, έπειτα την φιλούσε γλυκά στο μάγουλο και την σκέπαζε.
Μια συνηθισμένη μέρα που ο πατέρας έλειπε στο χωράφι, η μικρή πήρε το τόπι της και χάθηκε στο μεγάλο δάσος που βρισκόταν κοντά στην καλύβα τους. Εκεί βρήκε ένα πηγάδι, κοντά στο οποίο έκατσε για να δροσιστεί. Έπειτα έβγαλε το τόπι της και άρχισε να το πετάει στον αέρα για να περάσει η ώρα. Όμως όταν το τόπι έπεσε μέσα στο πηγάδι, αυτή στενοχωρήθηκε πολύ και έβαλε τα κλάμματα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο δυνατά έκλαιγε, ώσπου το κλάμα της μπορούσε να ακουστεί ως τα άκρη του δάσους.
Τότε ξεπήδησε από το πηγάδι ένας γλοιώδης, κακάσχημος βάτραχος, ο οποίος της είπε: «Αν θέλεις το τόπι μπορώ να σου το φέρω, αλλά εσύ τι θα μου δώσεις ως αντάλλαγμα;»
«Ό,τι σε ευχαριστεί, βάτραχέ μου», του απάντησε η μικρή.
«Εγώ θέλω να με αγαπάς, και να είμαι ο φίλος στα παιχνίδια σου. Να με αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπεζάκι σου και να τρώω από το πιατάκι σου, να πίνω από το ποτηράκι σου και να κοιμάμαι δίπλα σου στο κρεβατάκι σου. Αν μου υποσχεθείς όλα αυτά, θα σου φέρω πίσω το τόπι σου.»
«Σου υπόσχομαι ό,τι θέλεις, αρκεί να μου φέρεις πίσω το τόπι μου», του απάντησε η μικρή, και σκέφτηκε ότι ένας βάτραχος δεν θα μπορούσε ποτέ σοβαρά να ζητήσει να γίνει φίλος της.
Ο βάτραχος απευθείας βούτηξε στο νερό του πηγαδιού και επέστρεψε με το τόπι. Η μικρή χάρηκε τόσο που τα δάκρυα από τα μάγουλά της στεγνώσαν απευθείας. Έπειτα μάζεψε το τόπι της και γύρισε στην καλύβα της, όπου την περίμενε ο μπαμπάς και οι τρεις αδελφές της.
Μέρες αργότερα, την πόρτα της καλύβας χτύπησε ένας πανέμορφος πρίγκηπας με αστραφτερή στολή. Ο αγρότης τον καλοσώρισε και φώναξε την μικρή του κόρη, η οποία εντυπωσιάστηκε πολύ μόλις άκουσε ότι ένας πραγματικός πρίγκηπας ήρθε να την ζητήσει. Στολίστηκε και ετοιμάστηκε, και αφού ήταν σίγουρη πως θα άρεσε στον πρίγκηπα, κατέβηκε να τον συναντήσει. Τότε αυτός είπε στον αγρότη:
«Μέρες πριν η κόρη σου συμφώνησε να με καλωσορίσει στο σπίτι σας, αν της επέστρεφα το τόπι που έχασε στο πηγάδι. Σήμερα ήλθα για να δω αν θα τηρήσει τα λόγια της».
Τότε η κόρη κατάλαβε πως ο βάτραχος με την ανθρώπινη λαλιά που συνάντησε στο πηγάδι δεν ήταν παρά ένας όμορφος πρίγκηπας, αυτός που περίμενε όλη της την ζωή. Τον φίλησε στο μάγουλο, έπειτα του έδειξε ένα-ένα τα δωμάτια του σπιτιού, καθώς και τα παιχνίδια της. Αυτός την έβαλε στην άμαξά του και την πήγε βόλτα στο φεγγαρόφως. Κοντά στο ποτάμι όπου η άμαξα έκανε στάση, της προσέφερε πανέμορφα τριαντάφυλλα, έπειτα γονάτισε μπροστά της και έβγαλε ένα ολόχρυσο δαχτιλίδι από την τσέπη του, για να της κάνει πρόταση γάμου. Και της είπε:
«Στην πραγματικότητα δεν είμαι παρά ένας άσχημος βάτραχος, αλλά...». Και έπειτα συνέχισε: «...δεν είμαι όποιος και όποιος, είμαι ο βασιλιάς των βατράχων, και θα μπορούσα να έχω όποια βατραχίνα θα ήθελα για γυναίκα μου».
Τότε της εξήγησε πως είχε ζητήσει από μια μάγισσα να του δώσει ανθρώπινη μορφή, η οποία θα διαρκούσε όσο το γεμάτο φεγγάρι, μόνο και μόνο για να βρεθεί δίπλα της. Αυτή στην αρχή αηδίασε στην σκέψη πως είχε δίπλα της έναν βάτραχο, όμως στη συνέχεια τόσο την συνεπήραν τα λόγια του που δεν σκέφτηκε στιγμή να τον διακόψει.
«Απ' όλα τα πλάσματα της φύσης όμως, δεν έχω ξαναδει κάτι πιο όμορφο από εσένα. Και θα ήθελα, αν δεχθείς να με φιλήσεις, να να έρθεις μαζί μου ως βασίλισσα των βατράχων ή αλλιώς να αφήσω το βασίλειό μου και να με πάρεις στο σπίτι σου σε μια γυάλα, αρκεί να είμαι κοντά σου».
Η μικρή κοντοστάθηκε μόλις το άκουσε. Αφού το σκέφτηκε καλά, αποφάσισε πως οποιοσδήποτε άνθρωπος δεν θα ήταν πρόθυμος να κάνει μια τόσο μεγάλη θυσία για χάρη της.
Του απάντησε: «Ας γίνω εγώ λοιπόν η βασίλισσά σου», και του έδωσε ένα δυνατό φιλί. Τότε μεταμορφώθηκαν και οι δυο σε βάτραχοι, και η άμαξα που τους έφερε ως εδώ σε ένα μεγάλο νούφαρο στο ποτάμι, το οποίο τους μετέφερε στο βασίλειο του πρίγκηπα. Εκεί μαζεύτηκε πλήθος άλλων βατράχων, οι οποίοι γιόρτασαν την επιστροφή του βασιλιά τους και την νέα τους βασίλισσα με ένα μεγαλειώδες γλέντι. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.