Ένας τσαγκάρης κάποτε, χωρίς να φταίει και επειδή είχε καλή καρδιά και έδινε στους φτωχούς, είχε γίνει και ο ίδιος τόσο φτωχός που δεν του είχε μείνει τίποτε παρά μόνο τόσο δέρμα όσο χρειαζόταν για να μπορέσει να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Έτσι το βράδυ πριν κοιμηθεί, ετοίμασε τα σύνεργά του και άπλωσε το δέρμα πάνω στον πάγκο, ώστε μόλις σηκωθεί το πρωί να πιάσει δουλειά με την ησυχία του. Και καθώς είχε την συνείδησή του καθαρή, εκείνο το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε σαν πουλάκι.
Το πρωί όταν σηκώθηκε και πήγε στο εργαστήρι του, παρατήρησε ότι πάνω στον πάγκο δεν υπήρχε το δέρμα που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα, αλλά ένα πανέμορφο ζευγάρι καλοραμμένα παπούτσια. Τα άρπαξε με μεγάλη έκπληξη, τα κοίταξε καλά καλά και συμπέρανε πως όποιος τα είχε ράψει είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Μετά από λίγο χτύπησε την πόρτα του ένας γέρος με ένα μυστηριώδες πράσινο καπέλο, ο οποίος αγόρασε τα παπούτσια δίνοντάς του δυο χρυσά φλουριά, δηλαδή ακριβώς όσο θα χρειάζονταν για να αγοράσει δέρμα για τα επόμενα δυο ζευγάρια παπούτσια.
Ο τσαγκάρης πήρε τα φλουριά και αγόρασε το δέρμα. Το τοποθέτησε πάνω στον πάγκο, ετοίμασε τα σύνεργά του και έπειτα έπεσε για ύπνο. Το επόμενο πρωι που σηκώθηκε, παρατήρησε ότι στον πάγκο υπήρχαν δυο ζευγάρια, δηλαδή τέσσερα ολοκληρωμένα και καλοραμμένα παπούτσια. Τα πούλησε και αυτά και με τα λεφτά μπόρεσε να αγοράσει αρκετό δέρμα ώστε την επόμενη μέρα να του φτάσει για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια.
Και έτσι συνεχίστηκε η ίδια ιστορία, ώσπου οι τσέπες του τσαγκάρη γέμισαν με χρυσά φλουριά, και με τα λεφτά που του έμειναν θα μπορούσε να αγοράσει αρκετό δέρμα ώστε να μην έχει ανάγκη κανέναν. Τότε του μπήκε περιέργεια και σκέφτηκε να σηκωθεί μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και να δει ποιος ήταν αυτός που τόσο καιρό έραβε τα παπούτσια όσο αυτός κοιμόταν.
Τότε είδε έναν στρατό ολόκληρο από μικροσκοπικά ξωτικά, τα οποία περιεργάζονταν το δέρμα και έραβαν τα παπούτσια με μεγάλη δεξιοτεχνία. Όταν όμως αυτά τον κατάλαβαν, παράτησαν τη δουλειά στη μέση και έτρεξαν να κρυφτούν, και έτσι ο τσαγκάρης δεν πρόλαβε να τους μιλήσει.
Την επόμενη μέρα το πρωί χτύπησε την πόρτα του τσαγκαράδικου ο γέρος που είχε περάσει και την πρώτη μέρα, κρατώντας ένα ζευγάρι ξεθωριασμένα παπούτσια. "Ήθελα να σε ευχαριστήσω", του είπε, "όχι για το ζευγάρι που αγόρασα τις προάλλες, αλλά για αυτό που μου είχες χαρίσει χρόνια παλιότερα όταν στην φτώχια μου δεν είχα παπούτσια να βάλω".
Δεν πρόλαβε ο γέρος να ολοκληρώσει την φράση του και το πλήθος των μικροκαμωμένων ξωτικών ξεχύθηκε από την κρυψώνα του στο τσαγκαράδικο και άρχισε να τον σκαρφαλώνει, ώσπου και το τελευταίο κρύφτηκε κάτω από το πράσινο καπέλο του.