EΝΑ ΠΙΡΟΥΝΙ κάποτε σε ένα νοικοκυριό ήταν πολύ μεγάλο πειραχτήρι και δεν άφηνε τα άλλα σκεύη και ασημικά σε ησυχία. «Για να σπάσουμε πλάκα το κάνω!», τους έλεγε, και όποτε έβρισκε κάποιο από αυτά μόνο και απροστάτευτο, του τραβούσε και από μια πιρουνιά, δυνατή σαν τσίμπημα.
"Κάτι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε!", είπε μια μέρα το κουτάλι, και τα άλλα σκεύη και ασημικά του σπιτιού συμφώνησαν. Σκέφτηκαν όμως, πως αφού δεν το έκανε από κακία, καλό θα ήταν να έβρισκαν και αυτά έναν παιχνιδιάρικο τρόπο να του περάσουν το μήνυμά τους. Και έτσι αποφάσισαν να παίξουν μαζί του κρυφτό.
Την επόμενη μέρα λοιπόν βγήκαν όλα στη φύση για να πάρουν καθαρό αέρα. Όσο δεν κοιτούσε το πιρούνι, φρόντισαν να κρυφτούν πίσω από πέτρες, δέντρα και θάμνους. "Πού είστε όλοι;", φώναξε κάποια στιγμή το πιρούνι γεμάτο απορία που δεν έβρισκε κανέναν, αλλά δε βρέθηκε και κανένας να του απαντήσει.
"Εδώ!", φώναξε κάποια στιγμή το τάπερ και βγήκε από την κρυψώνα του, πίσω από ένα δέντρο. "Έλα να μου δώσεις πιρουνιά, αν με βρεις!", συμπλήρωσε, και έφυγε τρέχοντας. Ξωπίσω του άρχισε να τρέχει και το πιρούνι, το οποίο μόλις κατάλαβε ότι του είχαν στήσει ολόκληρο παιχνίδι, ενθουσιάστηκε. Έτρεξε λοιπόν για να πιάσει το τάπερ, όμως αυτό είχε ήδη κρυφτεί αλλού.
"Εδώ!", του φώναξε ύστερα η μπιζουτιέρα, και με το που βγήκε απ’ την κρυψώνα της στην άλλη μεριά του κήπου. Μόλις την άκουσε το πιρούνι άλλαξε κατεύθυνση. "Δωσ'μου και μένα μια πιρουνιά... αν με προφτάσεις!", του φώναξε από μακριά, και άρχισε να τρέχει. Έτρεξε μάλιστα τόσο γρήγορα που άρχισαν να της πέφτουν τα μπιζού κάτω, αλλά τα κατάφερε και κρύφτηκε πριν την προλάβει το πιρούνι.
"Εδώ!", του φώναξε ύστερα το βάζο από τη δικιά του κρυψώνα, πάλι στην άλλη μεριά του κήπου. "Είναι άδικο αυτό που κάνετε!", τους φώναξε το πιρούνι που ήδη είχε αρχίσει να λαχανιάζει απ’ το πολύ τρέξιμο και κατάλαβε πως όσο κι αν έτρεχε, δύσκολα θα έπιανε κάποιον, αφού είχαν συνεννοηθεί να βγαίνουν από τις κρυψώνες τους όποτε θα ήταν απ’ την αντίθετη πλευρά.
Και έτσι το κρυφτό συνεχίστηκε, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε η ξεχασιάρα πιπεριέρα, η οποία δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί, και ούτε είχε βρει κρυψώνα. "Τώρα θα σου δείξω εγώ!", είπε το πιρούνι, που τόση ώρα προσπαθούσε μάταια να πιάσει κάποιο από τα άλλα σκεύη και ασημικά και τώρα ήταν η ευκαιρία του που τη βρήκε μόνη. Και έτσι, της έδωσε μια γερή πιρουνιά.
Αυτή τόσο ταράχτηκε από την πιρουνιά που το μισό της πιπέρι βγήκε στον αέρα. Το πιρούνι πάλι, που δεν χαμπάριαζε τίποτα, της έδωσε και δεύτερη, και τρίτη πιρουνιά, και όσο περισσότερο την πείραζε, τόσο περισσότερο πιπέρι έβγαινε στον αέρα. Σύντομα σηκώθηκε στον κήπο ολόκληρο σύννεφο από πιπέρι, και τα σκεύη και ασημικά άρχισαν να φταρνίζονται χωρίς σταματημό.
"Μην την πειράζεις άλλο!", του είπαν, και βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους. Δεν πρόλαβε να τους απαντήσει και άρχισε κι αυτό να φταρνίζεται. Τόσο πυκνό ήταν μάλιστα το σύννεφο πιπεριού, που σχεδόν δεν έβλεπαν μπροστά τους και φοβήθηκαν πολύ. Τότε βρέθηκε η αλατιέρα, που τόσο καλά ήξερε τη φίλη της την πιπεριέρα, να φωνάξει: "Για να σωθείτε πρέπει να πέσετε στο έδαφος και να κλείσετε τις μύτες σας για να μην αναπνέετε το πιπέρι!". Αυτά έκαναν ακριβώς όπως τους πρόσταξε και έκλεισαν και τα μάτια τους για να μπει μέσα πιπέρι.
Για καλή τους τύχη, εκείνη τη στιγμή φύσηξε δυνατός άνεμος ο οποίος καθάρισε το σύννεφο πιπεριού. Το ένα μετά το άλλο τα σκεύη και ασημικά άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια τους και να σηκώνονται από το έδαφος. "Με συγχωρείτε πολύ... δεν το ήθελα...", είπε το πιρούνι και φταρνίστηκε για μια ακόμη φορά, έπειτα ζήτησε συγγνώμη από την πιπεριέρα και από τα άλλα σκεύη και ασημικά για τα πειράγματά του.
Από εκείνη τη μέρα πήρε το μάθημά του και δεν ξαναενόχλησε ποτέ και κανέναν μόνο και μόνο επειδή τον έβρισκε απροστάτευτο.