ΜΙΑ ΚΟΛΛΑ κάποτε σε ένα σχολείο είχε να υπερηφανεύεται για το πως μπορούσε να ξανακολλήσει το ο,τιδήποτε χαλασμένο ή σπασμένο, και να το κάνει να μοιάζει όπως πρώτα.
"Είμαι η πιο ισχυρή κόλλα στον κόσμο!", έλεγε στα άλλα σχολικά είδη, γεμάτη έπαρση και αλαζονεία. Έτσι κι αυτά, που δεν την πίστευαν, σκέφτηκαν να τη βάλουν σε δοκιμασία.
Πρώτα της έφεραν μερικά κομμάτια χαρτόνι, και της ζήτησαν να τα κολλήσει ώστε με αυτά να φτιάξει κάτι σαν σπίτι. Χωρίς πολύ κόπο, αυτή κόλλησε τα κομμάτια μεταξύ τους τόσο καλά, που το χαρτονένιο κατασκεύασμα δεν έλεγε με τίποτα να πέσει όσο δυνατά κι αν φυσούσε.
Έπειτα της έφεραν κάμποσα κομμάτια ξύλο, και με αυτά της ζήτησαν να φτιάξει ένα τραπέζι. Και πάλι, χωρίς να παιδευτεί πολύ, τα πήρε και έφτιαξε ένα τραπέζι τόσο γερό που δεν έλεγε να σπάσει με τίποτα, όσο κι αν τα άλλα σχολικά είδη χοροπηδούσαν πάνω του.
Και ύστερα της έφεραν λίγα κομμάτια σίδερο. Αυτή τα κόλλησε μεταξύ τους και έφτιαξε μια σιδερένια πόρτα τόσο δυνατή, που δεν έσπαγε όσο δυνατά κι αν τη χτυπούσαν τα σχολικά είδη.
Τέλος, της έφεραν τα κομμάτια ενός γυάλινου βάζου, το οποίο είχε σπάσει σε τσακωμό αδελφικών φίλων. Αυτή τα πήρε, και προσπάθησε να τα κολλήσει μεταξύ τους, και να κάνει το βάζο να μοιάζει όπως και πριν. Μάταια όμως, αφού το γυαλί αν ραγίσει, δεν είναι ποτέ ξανά το ίδιο και η ραγισματιά φαίνεται για πάντα.
Και έτσι λοιπόν, το βάζο έμεινε με ένα μεγάλο ράγισμα, και η καλή μας κόλλα να απορεί που το γυαλί δεν ήταν σαν όλα τα άλλα υλικά που της είχαν φέρει.