ΕΝΑ ΣΠΑΡΑΓΓΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική με πινέλα, τα οποία χρησιμοποιούσε με πολλή δεξιοτεχνία ώστε να ζωγραφίζει πίνακες με φοβερή λεπτομέρεια. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά το θαύμαζαν πολύ για το ταλέντο του, όμως απορούσαν που δεν κατάφερνε να τελειώσει ποτέ και κανένα έργο του, αφού όλες αυτές οι λεπτομέρειες που ζωγράφιζε του έπαιρναν πάρα πολύ χρόνο.
"Τόσο που αργείς τον κάθε πίνακα, στο τέλος θα πεινάσεις", του είπε μια μέρα αυστηρά το ακτινίδιο, το οποίο είχε βγάλει πάρα πολλά χρήματα ανοίγοντας το δικό του κουρείο στον κήπο. Το σπαράγγι πείσμωσε πολύ μόλις το άκουσε και βάλθηκε να του αποδείξει πως είχε άδικο. Έτσι λοιπόν σκέφτηκε να ζωγραφίσει έναν πίνακα τόσο όμορφο, που όταν θα τον πουλούσε θα έβγαζε μια περιουσία με την οποία θα μπορούσε να συνεχίζει να ζωγραφίζει ως τα βαθιά του γεράματα χωρίς να νοιάζεται για χρήματα.
Πρώτα σκέφτηκε να ζωγραφίσει το φεγγάρι, το οποίο εκείνη τη νύχτα ήταν σε πανσέληνο. Πήρε έναν καμβά, έπειτα άπλωσε σκούρο μπλε και μαύρο για να ζωγραφίσει τον ουρανό και στη συνέχεια γέμισε την παλέττα του με διάφορες αποχρώσεις του γκρι και του κίτρινου. Έπειτα έκανε ένα στρογγυλό με το χοντρό πινέλο και με ένα πιο λεπτό άρχισε να άπλωνει τα χρώματα μέσα του ώστε αυτό να θυμίζει τα όρη και τους κρατήρες του φεγγαριού. Τόση έμφαση έδωσε μάλιστα στη λεπτομέρεια, που οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει και έτσι το φεγγάρι άρχισε να κρύβεται και τη θέση του να παίρνει ο πρωινός ήλιος. "Ξημερώσαμε", του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά για να κάνουν πλάκα καθώς σηκώθηκαν απ' τα καφάσια τους για να πάρουν πρωινό και αυτό στενοχωρήθηκε πολύ που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το μεγάλο του έργο. Κι έτσι δεν βρέθηκε κανένας να το αγοράσει, αφού ήταν μισοτελειωμένο.
Έπειτα σκέφτηκε να ζωγραφίσει τον Παρθενώνα, που δεν θα μετακινούνταν ποτέ από τη θέση του. Αφού μάζεψε τα πινέλα και τις μπογιές του, ανέβηκε στην Ακρόπολη και έστησε τον καμβά και το κάθισμά του έτσι ώστε να βλέπει το μνημείο από τέτοια γωνία ώστε να μπορεί να το ζωγραφίσει σωστά. Ύστερα άπλωσε γαλάζιο πάνω στον καμβά για τον ουρανό και με κάθε λεπτομέρεια άρχισε να ζωγραφίζει έναν - έναν τους κίωνες του ναού. Τόσο μάλιστα ενθουσιάστηκε που αφοσιώθηκε σε αυτό ώρες ατελείωτες και ούτε που κατάλαβε πως πέρασε η ώρα, παρά μόνο συνέχιζε να προσθέτει πινελιές ώσπου έπεσε το σκοτάδι. Τότε ανέβηκε το φεγγάρι στον ουρανό και έλουσε το μνημείο με το φως του. "Είναι τόσο όμορφο μα τόσο διαφορετικό!", αναφώνησε το σπαράγγι που θαμπώθηκε από αυτό που είδε, όμως στενοχωρέθηκε πολύ που δεν κατάφερε για ακόμη μια φορά να τελειώσει το έργο που ζωγράφιζε, αφού η όψη του μνημείου ήταν πολύ διαφορετική στο φως της νύχτας.
Τελευταία σκέφτηκε να ζωγραφίσει την Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. "Αυτή τουλάχιστον θα μείνει στη θέση της μέχρι να ολοκληρώσω το έργο μου", σκέφτηκε, και έτσι τοποθέτησε μια αφίσα με την μορφή της αντίκρυ στον καμβά του. Έπειτα ζωγράφισε το περίγραμμα και με το λεπτό πινέλο άρχισε με κάθε λεπτομέρεια να προσθέτει πινελιές ώστε να σχηματίσει τα μάτια, τη μύτη και τα μαλλιά της μυστηριώδους γυναίκας. Τόσο πολύ μάλιστα αφοσιώθηκε σε αυτό που έκανε, που ούτε κατάλαβε πως τα άλλα φρούτα και λαχανικά είχαν μαζευτεί τριγύρω του και παρακολουθούσαν ακριβώς τις κινήσεις του.
"Κρίμα, το χάλασες!", του είπαν αυτά όταν με μια απότομη κίνηση του έπεσε πράσινη μπογιά και πιτσίλισε το πρόσωπο που με τόσο κόπο είχε ζωγραφίσει, έπειτα επέστρεψαν απογοητευμένα στις δουλειές τους. Το καλό μας σπαράγγι στενοχωρήθηκε πολύ μόλις είδε ότι το έργο που με τόση λεπτομέρεια ζωγράφισε μόλις είχε καταστραφεί.
"Εμένα πάντως μου αρέσει η αφηρημένη τέχνη", του είπε μια ντομάτα, η οποία αγαπούσε πολύ να βλέπει πίνακες ζωγραφικής. Έτσι λοιπόν του πρότεινε, αφού είχε χαλάσει την τελευταία του ζωγραφιά από απροσεξία, να συνεχίσει να προσθέτει πινελιές πάνω της, αυτή τη φορά με το χοντρό πινέλο, ώστε να σχηματίσει κάτι παντελώς καινούριο
Έτσι και έγινε. Το σπαράγγι πήρε το πινέλο, έπειτα το βούτηκε στη μπογιά και άρχισε να το σέρνει πάνω στον πίνακα όπως του έβγαινε καλύτερα. Μετά από μερικές ακόμη πινελιές ο πίνακας είχε γίνει τόσο διαφορετικός κι όμως τόσο πρωτότυπος που έμοιαζε με πραγματικό αριστούργημα: τα χρώματα έδεναν τόσο όμορφα μεταξύ τους αλλά και με τις λεπτομέρειες από το πρόσωπο της Μόνα Λίζα που είχαν ξεμείνει από πριν, που θα έλεγε κανείς πως τον είχε ζωγραφίσει το χέρι κάποιου μεγάλου ζωγράφου.
"Τον αγοράζουμε!", του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά με πρώτο το ακτινίδιο και του έδωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να τον αποκτήσουν. Και έτσι το καλό μας σπαράγγι όχι μόνο κατάφερε να ολοκληρώσει το πρώτο του έργο, αλλά και με τη βοήθεια της ντομάτας έμαθε να βάζει ακριβώς τόση λεπτομέρεια όση χρειάζεται ώστε να ολοκληρώνει τον κάθε του πίνακα στην ώρα του.