MΙΑ ΦΡΑΟΥΛΑ κάποτε αγαπούσε πολύ να τρώει σοκολάτες. Απολάμβανε όλων των ειδών τις σοκολάτες, λευκές ή μαύρες, γάλακτος ή υγείας, με αμύγδαλο ή χωρίς, μα περισσότερο απ' όλα της άρεσαν οι γλυκές σοκολάτες. "Είσαι αχόρταγη και θα σου βγει σε κακό", της έλεγαν οι άλλες φράουλες.
Αυτή όμως δεν άκουγε, και έτσι μια μέρα σκέφτηκε να πάει σε εργοστάσιο σοκολάτας. Για να μην την καταλάβουν όμως οι άνθρωποι, σκέφτηκε να περιμένει πρώτα να βραδιάσει. Μάλιστα φόρεσε και μια καμπαρτίνα και ένα καπέλο, ώστε μέσα στα σκοτάδια να μην μπορέσει κανείς να την αναγνωρίσει.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι η ώρα να περάσει, και μόλις βράδιασε μπήκε μέσα στο εργοστάσιο, του οποίου τα φώτα ήταν σβηστά. Ξεγλίστρησε μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους με τρόπο ώστε να μην την ακούσει κανένας. Όταν έφτασε στην μεγάλη αίθουσα, έφτασε στην μύτη της μια ακατανίκητη μυρωδιά από λαχταριστή, ζεστή σοκολάτα. Τότε αυτή άναψε τα φώτα και είδε ότι μπροστά της βρισκόταν όλων των ειδών οι σοκολάτες, οι οποίες έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και δοχεία. "Θα τις φάω όλες!", φώναξε ενθουσιασμένη. Έπειτα πέταξε την καμπαρτίνα και το καπέλο και βούτηξε μέσα στο μεγαλύτερο καζάνι που βρήκε και άρχισε να κολυμπάει.
Τόσο ενθουσιάστηκε από το εργοστάσιο σοκολάτας που δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα. Συνέχιζε να κολυμπάει και να τρώει, τόσο που η κοιλιά της φούσκωσε και βάρυνε, και αποκοιμήθηκε μέσα στο καζάνι. Το επόμενο πρωί και μόλις άνοιξε τα μάτια της, από πάνω της βρίσκονταν ένας τρομακτικός, παχουλός άνθρωπος ο οποίος βούτηξε τα χέρια του μέσα στο πηχτό υγρό και την άρπαξε. Αυτή τρόμαξε πολύ.
"Γλυκιά η σοκολάτα, αλλά πιο γλυκιά η σοκολάτα-φράουλα!", βροντοφώναξε ο παχουλός άνθρωπος, και με το χέρι του έκανε να καταβροχθίσει την καλή μας φράουλα, η οποία έσταζε σοκολάτα. Αυτή όμως χωρίς να το πολυσκεφτεί άρχισε να ταρακουνιέται ολόκληρη, πιτσιλώντας τον στα μάτια με το πηχτό υγρό που έσταζε από πάνω της. "Τα μάτια μου", φώναξε αυτός, και πέταξε την φράουλα μακριά για να καθαριστεί.
Τότε άρχισε να την κυνηγάει σε όλο το κτίριο. Αυτή έτρεχε να του ξεφύγει, και όπου πήγαινε έσταζε σοκολάτα. Οι διάδρομοι και οι τοίχοι του κτιρίου γέμισαν πιτσιλιές και λεκέδες. Αυτός έβαλε τα δυνατά του για να καταφέρει να την πιάσει, όμως τελευταία στιγμή παραπάτησε πάνω σε μια κηλίδα σοκολάτας και την έχασε.
Μόλις την είδαν οι άλλες φράουλες πίσω στον κήπο, έτσι γεμάτη σοκολάτες σε όλο της το κορμί, έβαλαν τα γέλια και της φώναξαν: "είσαι τόσο λαίμαργη που έπεσες μέσα στην σοκολάτα!"
"Δεν θα πιστέψετε τι μου έτυχε", τους απάντησε αυτή. Αφού τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, αυτές γέλασαν με το πάθημά της. Αυτή πάλι από το πάθημα πήρε ένα σπουδαίο μάθημα, και από τότε σταμάτησε να είναι λαίμαργη με τα γλυκά.