EΝΑ ΤΕΤΡΑΦΥΛΛΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ κάποτε σε έναν αγρό είχε τη φήμη πως έφερνε μεγάλη καλοτυχία σε όποιον βρισκόταν τριγύρω του. «Τόση τύχη φέρνω στους άλλους, γιατί να μην βγάλω και γω κάτι από αυτό;», αναρωτήθηκε αυτό κάποια στιγμή, μόλις κατάλαβε ότι οι άλλοι περισσότερο ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν παρά να κάνουν παρέα μαζί του.
Έτσι λοιπόν μια μέρα που ο αγρότης ήρθε να μαζέψει άχυρα, αυτό βρήκε ευκαιρία και αναπήδησε από το παρτέρι στο οποίο φυτρώσει. Μόλις το είδε ο αγρότης κατευθείαν το μάζεψε και το έβαλε στο καπέλο του, πιστεύοντας πως θα του έφερνε μεγάλη τύχη. Ύστερα γέμισε το κάρο του άχυρο και κίνησε για την κοντινότερη πόλη για να το μοσχοπουλήσει.
«Αν του φέρω τύχη, μετά μπορώ να του ζητήσω μερίδιο από τα κέρδη», σκέφτηκε το τετράφυλλο τριφύλλι. Όμως αντί να βγάλει χρήματα, ο αγρότης έτυχε εκείνη τη μέρα να τσακωθεί με τον έμπορο στον οποίο θα πουλούσε το άχυρο. Τόσο μεγάλος ήταν ο τσακωμός τους μάλιστα, που ο αγρότης πέταξε απ’ το θυμό του το καπέλο κάτω, και το τετράφυλλο τριφύλλι έτρεξε για να γλιτώσει απ’ τον κακό χαμό.
Λίγο πιο κάτω το περιμάζεψαν δυο χαρτοπαίκτες. «Τόση τύχη που θα τους φέρω στα χαρτιά, σίγουρα θα μπορέσουν να μου δώσουν μερικά από τα κέρδη», σκέφτηκε το τετράφυλλο τριφύλλι και έτσι ο πρώτος από αυτούς το φόρεσε στο πέτο του σακακιού του. Έπειτα, αφού συμφώνησαν να φορούν το τριφύλλι πότε ο ένας και πότε ο άλλος, πήγαν στην κοντινότερη λέσχη χαρτοπαιξίας και στρώθηκαν στο παιχνίδι. Τόση ήταν η καλοτυχία που τους έφερε μάλιστα το τετράφυλλο τριφύλλι που έβγαλαν μια περιουσία, όμως τσακώθηκαν πολύ άσχημα όταν ήρθε η ώρα της μοιρασιάς.
«Φορούσες για περισσότερη ώρα από εμένα το τετράφυλλο τριφύλλι», είπε ο ένας στον άλλο και αρχισαν να παίζουν ξύλο μεταξύ τους. Οι άλλοι χαρτοπαίκτες μαζεύτηκαν τριγύρω τους για να τους χωρίσουν, αλλά αυτοί δεν έλεγαν να σταματήσουν τον καβγά. Τόσο χαμό μάλιστα προκάλεσαν, που το τετράφυλλο τριφύλλι έτρεξε άρον άρον να τους ξεφύγει και ούτε που κατάλαβαν για πότε το έχασαν απ’ τα μάτια τους.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, το τετράφυλλο τριφύλλι συνάντησε μια παρέα από καλικαντζάρια. «Καλύτερα να τρέξω να τους ξεφύγω», σκέφτηκε αυτό και έβαλε τα δυνατά του να τους ξεφύγει. Αυτά το πήραν στο κυνηγητό και συνέχισαν να τρέχουν ξωπίσω του, ώσπου αυτό βρήκε έναν στάβλο στον οποίο κρύφτηκε. Για να σιγουρευτεί μάλιστα πως θα τους ξέφευγε, χώθηκε ανάμεσα στα άχυρα ώστε να μην φαίνεται. Αυτά συνέχισαν να ψάχνουν το στάβλο, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο σταβλάρχης, ο οποίος τα έδιωξε με μια τσουγκράνα.
«Ίσως εδώ κάνω την τύχη μου», είπε ενθουσιασμένο το τετράφυλλο τριφύλλι μόλις κατάλαβε ότι τα συγκεκριμένα άλογα ήταν αγωνιστικά και ο σταβλάρχης τα προετοίμαζε για κούρσες ιπποδρόμου. Τότε είδε μπροστά του μια παρέα από τυχερά πέταλα και σκέφτηκε να τα ρωτήσει: «Εσείς πως και δεν έχετε κάνει την τύχη σας;»
«Είναι που όση καλοτυχία κι αν φέρνουμε στους άλλους, εμείς τα ίδια είμαστε καταδικασμένα να μας πατάνε τα άλογα», του απάντησαν αυτά.
Το καλό μας τετράφυλλο τριφύλλι ταράχτηκε τόσο πολύ μόλις το άκουσε, που αποφάσισε να μην ξαναπροκαλέσει την τύχη του. Από εκείνη τη μέρα δε, πρόσεχε πολύ ποιον έκανε παρέα και γιατί.