Ένα μαξιλάρι κάποτε σε ένα καθιστικό είχε όνειρο να γίνει μεγάλος και σπουδαίος κατακτητής. "Θέλω οι κατακτήσεις μου να ξεπεράσουν αυτές του Μεγάλου Αλεξάνδρου", έλεγε και ξανάλεγε. Τα άλλα μαξιλάρια πάλι, ούτε που ήθελαν να ακούνε για τα μεγάλα σχέδιά του.
Ώσπου μια μέρα, η νοικοκυρά το κατέβασε από τον καναπέ για να καθαρίσει. Όμως κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, και αυτή έτρεξε να το σηκώσει και ξέχασε το μαξιλάρι πάνω στο χαλί. Αυτό πείσμωσε πολύ, αφού θεώρησε πως έφταιγαν τα άλλα μαξιλάρια, τα οποία είχαν συνομωτήσει με την νοικοκυρά για να του πάρουν την θέση στον καναπέ.
"Πρώτα θα πάρω πίσω τα εδάφη που μου ανήκουν, και στην συνέχεια θα κατακτήσω όλο το καθιστικό", είπε. Έπειτα άρχισε να καταστρώνει το μεγάλο σχέδιο: πήγε ως το κουτί με τα παιχνίδια, και έβγαλε από μέσα λογής λογής πράσινα στρατιωτάκια, καθώς και τανκς και κανόνια. Αφού έχτισε ολόκληρο στρατό από αυτά, άνοιξε στο πάτωμα έναν μεγάλο χάρτη του σπιτιού, και με κόκκινα βελάκια έδειξε στους στρατιώτες του τις θέσεις μάχης τους. "Πρώτα θα διώξουμε τα άλλα μαξιλάρια από τον καναπέ. Μετά δεν μας σταματάει τίποτα μέχρι το υπνοδωμάτιο!", τους είπε, κρατώντας ένα πλαστικό σπαθί στο δεξί του χέρι και φορώντας ένα στρατιωτικό καπέλο για προστασία. Αυτοί άρχισαν να ζητοκραυγάζουν και να ετοιμάζουν τα όπλα τους.
"Αυτό σημαίνει... μαξιλαροπόλεμο!", αναφώνησαν τα άλλα δυο μαξιλάρια στον καναπέ. Έπειτα πήγαν και αυτά ως το κουτί με τα παιχνίδια, και έβγαλαν από μέσα άλλα τόσα κόκκινα και μπλε στρατιωτάκια, τζιπ και αεροπλανάκια. Αφού συγκέντρωσε το καθένα από αυτά αρκετές δυνάμεις, κατέστρωσαν πλάνα για το πως θα κερδίσουν την μάχη.
Μέσα σε λίγη ώρα, το χαλί είχε γεμίσει πράσινα, κόκκινα και μπλε στρατιωτάκια, τα οποία είχαν λάβει θέσεις μάχης: μπροστά μπροστά βρισκόταν οι στρατιώτες, πιο πίσω τα τανκς, ενώ σε ειδικές θέσεις μάχης πάνω στα έπιπλα βρισκόντουσαν τοποθετημένα τα κανόνια. Μόνο ο καναπές ήταν άδειος, παρ' όλο που γι' αυτόν γινόταν όλη αυτή η φασαρία. "Εμπρός γενναίοι μου!", είπε το πρώτο μαξιλάρι, και διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί. Έπειτα ξεχύθηκαν στην μάχη και οι άλλοι δυο στρατοί.
Το ένα μετά το άλλο τα στρατιωτάκια έπεφταν στην μάχη. Σύντομα όλα τα άρματα και τα τζιπ, τα κανόνια και τα αεροπλάνα βρέθηκαν αχρηστευμένα και σκορπισμένα μέσα στο πεδίο της μάχης. "Ο καναπές μου ανήκει!", φώναξε το μαξιλάρι - κατακτητής για μια τελευταία φορά, μα δεν βρέθηκε ούτε ένα πράσινο στρατιωτάκι να σηκωθεί για να πολεμήσει. "Θα πολεμήσουμε μέχρι το τέλος!", απάντησαν τα άλλα δυο μαξιλάρια, αλλά και πάλι δεν βρέθηκε ούτε ένα κόκκινο ή μπλε στρατιωτάκι να σηκωθεί να πολεμήσει, αφού είχαν όλα πέσει στην μάχη.
"Βρε τι γίνεται εδώ!", ακούστηκε η φωνή της νοικοκυράς μόλις άφησε το ακουστικό του τηλεφώνου και κοίταξε στο σαλόνι. Έπειτα πήρε ένα φαράσι και μια σκούπα, και καθάρισε όλο τον χαμό που είχε αφήσει πίσω ο πόλεμος των μαξιλαριών. Τελευταία πήρε τα τρία μαξιλάρια, τα οποία τοποθέτησε με την πλάτη στον καναπέ ώστε να μην βλέπουν το ένα το άλλο.
Και έτσι, απογοητευμένα γύρισαν το καθένα στην γωνιά του, αφού κατάλαβαν πως ποτέ δεν βγήκε τίποτα καλό από έναν πόλεμο.