ΕΝΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ κάποτε σε ένα καλάθι αγαπούσε πολύ την ποίηση. Συνήθιζε μάλιστα να διαβάζει τα ποιήματα αργά τα βράδια ώστε να εμπνέεται και όταν τυχόν έβρισκε κάποιο στίχο που του άρεσε, τον έλεγε φωναχτά με αποτέλεσμα να ξυπνάει τα άλλα πασχαλινά αυγά στο καλάθι.
Έτσι μια μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας που το κακό παράγινε, τα άλλα αυγά του πήραν το βιβλίο με τα ποιήματα απ' τα χέρια ώστε να μην τύχει και τα ξυπνήσει στον ενθουσιασμό του.
"Πως θα ζήσω τώρα χωρίς ποίηση τα βράδια;", αναρωτήθηκε το καλό μας αυγό και αφού είδε πως δεν το κολλούσε ύπνος, πήγε ως το παράθυρο για να λουστεί το φως του φεγγαριού που βρισκόταν ψηλά στον έναστρο ουρανό. Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγα λεπτά και το παράθυρο πλησίασε μια κουκουβάγια, η οποία του πρότεινε, εφόσον δεν μπορούσε να διαβάσει ποίηση, να δοκιμάσει το ίδιο να γράψει ποίημα για πρώτη φορά στη ζωή του. Το καλό μας αυγό ενθουσιάστηκε μόλις το άκουσε.
Έτσι λοιπόν γύρισε στο δωμάτιο και αφού πήρε χαρτί και μολύβι άρχισε να γράφει στίχους στο φως ενός κεριού. Έγραψε και έσβησε τόσες πολλές φορές που έχασε το μέτρημα. Όσο όμως κι αν το προσπάθησε, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε έναν στίχο που να του αρέσει, παρά μόνο έσκιζε το χαρτί και συνέχιζε με καινούριο. Τα άλλα πασχαλινά αυγά ενοχλήθηκαν από τον ήχο που έκανε το χαρτί καθώς το έσκιζε και του ζήτησαν να κάνει ησυχία.
Αυτό συνέχισε να γράφει, να σβήνει και να σκίζει τα χαρτιά και έμπνευση δεν έλεγε να βρει. Με τα πολλά, τα χαρτιά έγιναν στοίβα. Αφού καλά καλά ξέμεινε από χαρτί, άρχισε να ψάχνει μέσα στα σκισμένα για να βρει κάποιο καθαρό κομμάτι πάνω στο οποίο να μπορεί να συνεχίσει να γράφει. Τότε όμως από τη φασαρία ξύπνησαν τα άλλα πασχαλινά αυγά που κοιμόντουσαν μέσα στο καλάθι και με ένα δυνατό φύσημα του έσβησαν το κερί και του ζήτησαν αυστηρά να πέσει κι αυτό για ύπνο.
Αυτό πάλι, πήρε το τελευταίο κομμάτι που πρόλαβε να πιάσει με τα χέρια του, έπειτα πλησίασε στο παράθυρο και άρχισε να γράφει στο φεγγαρόφως. Αυτή τη φορά είχε τόση έμπνευση που το χέρι του έβαζε από μόνο του τις σωστές λέξεις στους στίχους.
Μόλις διάβασε το ποίημα που έγραψε, ενθουσιάστηκε τόσο που έκανε να το πει φωναχτά. Και αυτή τη φορά τα αυγά στο καλάθι ξύπνησαν, όχι όμως για να το μαλώσουν, αλλά για να το χειροκροτήσουν που κατάφερε να βάλει τόσο όμορφους στίχους στο χαρτί.