Ένα ατμοσίδερο κάποτε σε ένα νοικοκυριό ήταν πάρα πολύ εργατικό και ήθελε πάντα τα ρούχα να είναι σιδερωμένα όσο πιο τέλεια γίνεται. "Είσαι ΕΡΓΑΣΙΟΜΑΝΗΣ!", του έλεγαν τα άλλα ηλεκτρικά είδη που το έβλεπαν ώρες ολόκληρες να σιδερώνει τα ίδια και τα ίδια ρούχα και να μην τα αφήνει στην άκρη μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν είχε μείνει ίχνος από τσαλάκωμα. Και έτσι δούλευε μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό και δεν ξεκουραζόταν ποτέ, αφού δεν ξέμενε ποτέ από δουλειά.
Όμως μια ωραία μέρα του καλοκαιριού, το πλυντήριο ρούχων που συνήθιζε να δουλεύει μόνο συγκεκριμένες ώρες και τις υπόλοιπες να ξεκουράζεται, σκέφτηκε να διαμαρτυρηθεί: "Αν και το ατμοσίδερο τέλειωνε τις δουλειές στην ώρα τους, θα πηγαίναμε όλοι μαζί στην παραλία μια ώρα αρχίτερα". Τα άλλα ηλεκτρικά είδη συμφώνησαν, αφού και αυτά είχαν κουραστεί να περιμένουν και δεν κρατιόντουσαν να πάνε για μπάνιο.
"Δεν υπάρχει περίπτωση να τα αφήσω ασιδέρωτα", τους είπε αυτό αυστηρά μόλις του ζήτησαν να έρθει μαζί τους και τους έδειξε μια στοίβα ρούχων που περίμεναν να σιδερωθούν. Έπειτα και για την επόμενη ώρα συνέχισε να σιδερώνει ένα άσπρο πουκάμισο μέχρι να εξαφανίσει κάθε τσάκιση από πάνω του. Και έτσι, τα άλλα ηλεκτρικά είδη έφυγαν για την παραλία στενοχωρημένα που δεν το έπεισαν να έρθει μαζί τους. Εκεί άρχισαν να περιεργάζονται τεχνάσματα για να του αλλάξουν γνώμη ώστε να σταματήσει να δουλεύει μέρα-νύχτα.
Σκέφτηκαν λοιπόν το εξής τέχνασμα: θα έπαιρναν τη σιδερώστρα, και θα έβαζαν στη θέση της μια σανίδα του σερφ. Πάνω της θα άφηναν ένα σημείωμα με το οποίο θα έπειθαν το ατμοσίδερο να έρθει μαζί τους στην παραλία, καθώς και ένα κουπί. Έτσι και έγινε: την επόμενη μέρα μόλις το ατμοσίδερο ξύπνησε και πήγε να πιάσει δουλειά, είδε μπροστά του μια σανίδα του σερφ αντί για τη συνηθισμένη σιδερώστρα. Γεμάτο απορία πήρε το γράμμα που του είχαν αφήσει πάνω της, και με πολύ συγκίνηση διάβασε:
"Αγαπητό ατμοσίδερο. Αυτό που ξέχασα να σου πω τόσα χρόνια είναι πως στην πραγματικότητα δεν είμαι παρά μια σανίδα σερφ που ξέχασε να ονειρεύεται. Θέλω να σε παρακαλέσω λοιπόν το βράδυ που θα έχει φεγγάρι να πάμε μαζί στην παραλία για να θυμηθώ πώς είναι να βλέπει κανείς τον ουρανό και τα αστέρια να πέφτουν".
Μόλις άφησε το γράμμα, το ατμοσίδερο βούρκωσε. "Με πείσατε...", τους είπε με δάκρυα στα μάτια, αφού θυμήθηκε πως είχαν περάσει χρόνια ολόκληρα από τότε που άρχισε να δουλεύει χωρίς σταματημό, τόσο που είχε ξεχάσει πως είχε όνειρα, αλλά ποτέ δεν είχε μπει στον κόπο να ασχοληθεί μαζί τους για να τα πραγματοποιήσει.
Και έτσι αντί να περάσει ακόμη ένα βράδυ σιδερώνοντας, πήρε τη σανίδα του σερφ και έκανε βαρκάδα στο φεγγαρόφως για να θυμηθεί τα όνειρα που τόσα χρόνια παραμελούσε.