Μια τοστιέρα κάποτε σε ένα νοικοκυριό ήταν πολύ τεμπέλα, και μονίμως έψαχνε τρόπους για να κάνει διάλειμμα όταν της ανέθεταν δουλειές του σπιτιού. Όσο όμως τεμπέλα ήταν, άλλο τόσο ήταν και λαίμαργη, και κάθε φορά που έκανε δουλειές με τις άλλες συσκευές, αυτή έτρεχε κάθε τρεις και λίγο στο ψυγείο για να βρει υλικά για τοστ το οποίο στη συνέχεια έψηνε και καταβρόχθιζε. Και έτσι οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές έμεναν μονίμως χωρίς κολατσιό, αφού σπανίως άφηνε ψωμί και γι’ αυτές.
Ώσπου μια μέρα, και αφού είδαν πως η κατάσταση δεν άλλαζε με τίποτα, σκέφτηκαν να τη βάλουν να κάνει κάποια δουλειά τελείως μόνη της. Αφού το κουβέντιασαν μεταξύ τους, αποφάσισαν να της αναθέσουν να βάλει τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης. «Ας κάνει όση ώρα και όσα διαλείμματα θέλει, αρκεί τα βιβλία να μπουν στη θέση τους!», είπε η ηλεκτρική σκούπα, και οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές συμφώνησαν.
«Για να το τελειώσεις όμως στην ώρα σου θα πρέπει να σταματήσεις να πηγαίνεις στο ψυγείο κάθε τρεις και λίγο», της είπαν, και της έδειξαν τα άδεια ράφια της βιβλιοθήκης. Η τοστιέρα στην αρχή όχι απλά συμφώνησε, αλλά ενθουσιάστηκε στην ιδέα ότι δεν θα βρισκόταν κανένας να την ελέγχει. «Θα τα βάλω στη θέση τους μέχρι να πείτε κύμινο», τους είπε, και άνοιξε τις κούτες, μέσα στις οποίες υπήρχαν λογής λογής πολύχρωμα βιβλία, έτοιμα το καθένα για το ράφι του. Και έτσι άρχισε να ταξινομεί τα βιβλία, άλλα στα χαμηλά ράφια και άλλα στα πιο ψηλά, για τα οποία χρησιμοποιούσε μια μικρή σκάλα.
Δεν πρόλαβε όμως να περάσει λίγη ώρα, και η τοστιέρα σκέφτηκε να κάνει διάλειμμα. «Ευκαιρία είναι για ένα τοστάκι...!», σκέφτηκε, και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν την έβλεπε κανένας, έτρεξε στο ψυγείο κρατώντας δυο βιβλία στα χέρια. Τα άφησε και πήρε δυο φέτες ψωμί, καθώς και κίτρινο τυρί και μια φέτα γαλοπούλα, με τα οποία έφτιαξε γρήγορα-γρήγορα ένα τοστάκι. Αφού το έκανε μια χαψιά, επέστρεψε στο σαλόνι για να συνεχίσει.
Μόλις κατάφερε να γεμίσει το πρώτο ράφι με βιβλία όμως, ένιωθε να κουράζεται και σκέφτηκε να κάνει πάλι ένα διάλειμμα. «Μου αξίζει», σκέφτηκε, και έτρεξε πάλι στο ψυγείο κρατώντας πάλι δυο βιβλία στο χέρι της. Δίχως πολύ σκέψη άρπαξε πάλι δυο φέτες ψωμί, τυρί και γαλοπούλα, και έψησε άλλο ένα τοστ, το οποίο το έκανε κι αυτό μια χαψιά.
Έτσι και την τρίτη και την τέταρτη φορά, αλλά και κάθε φορά που γέμιζε ένα ράφι με βιβλία: έτρεχε ως το ψυγείο κρατώντας δυο βιβλία στο χέρι, και έψηνε από ένα τοστ το οποίο καταβρόχθιζε. Ώσπου κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να γεμίσει το τελευταίο ράφι, το πιο ψηλό.
«Μα πως θα ανέβω εκεί πάνω;», αναρωτήθηκε με την κοιλιά φουσκωμένη απ’ τα πολλά τοστ καθώς έκανε να ανεβεί τη σκάλα. Όμως μόλις κοίταξε κάτω, απόρησε που δεν είδε άλλο κουτί με βιβλία, παρά μόνο τα ανοιχτά κουτιά τα οποία είχε αδειάσει πριν. Τότε φώναξε τις άλλες ηλεκτρικές συσκευές και τους ανακοίνωσε: «Εγώ τελείωσα την δουλειά που μου αναθέσατε. Δεν υπάρχουν άλλα βιβλία για να τακτοποιήσω στο τελευταίο ράφι!»
«Βεβαίως, αφού τα τακτοποίησες στο ψυγείο!», της είπε η ηλεκτρική σκούπα, και οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές λύθηκαν στα γέλια. Έπειτα πήγαν όλες μαζί ως την κουζίνα και ανοιξαν το ψυγείο, μέσα στο οποίο υπήρχαν τα βιβλία που τόση ώρα έπαιρνε κατά λάθος μαζί της η τοστιέρα κάθε φορά που έκανε διάλειμμα.
«Ας σου γίνει λοιπόν μάθημα να μην είσαι λαίμαργη!», της είπα οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές και λύθηκαν στα γέλια. Αυτή πάλι, κατακόκκινη από ντροπή πήρε τα βιβλία απ’ το ψυγείο και τα έβαλε με κόπο στο ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης.
Από εκείνη τη μέρα πήρε το μάθημά της και σταμάτησε να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στο ψυγείο.