ΜΙΑ ΚΟΛΟΚΥΘΑ κάποτε προσπαθούσε πολύ να τρομάξει τα άλλα φρούτα και λαχανικά του κήπου, χωρίς όμως ποτέ να το καταφέρει, αφού η φωνή της ήταν πάρα πολύ λεπτή και η παρουσία της έφερνε το γέλιο. Αυτή όμως το προσπαθούσε πολύ μέχρι να το πετύχει: κρυβόταν πίσω από δέντρα και μεγάλες πέτρες, και περίμενε πως και πως μέχρι να περάσει κάποιο φρούτο από μπροστά της. Τότε πετάγονταν στα ξαφνικά και του έκανε δυνατά "ΜΠΟΥ", όμως τα φρούτα ξέσπαγαν σε γέλια αντί να τρομάξουν.
"Μα τι συμβαίνει; Δεν έχω καθόλου ταλέντο... κανένας δεν τρομάζει μαζί μου", σκεφτόταν και στενοχωριόταν. "...είμαι μια αποτυχημένη κολοκύθα."
Έτσι μια μέρα, σκέφτηκε να ρωτήσει το λιοντάρι, το οποίο όλοι το έτρεμαν και το φοβόντουσαν και χάρη σε αυτό το θεώρησαν βασιλιά των ζώων. Έφυγε από τον κήπο, και έκανε μεγάλη διαδρομή μέχρι το κοντινό δάσος, στο οποίο κατοικούσαν ζώα και πουλιά, που όλα αναγνώριζαν ως βασιλιά τους το τρομερό λιοντάρι.
"Καλησπέρα σας βασιλιά λιοντάρι. Εσείς που είστε φοβερός και τρομερός και όλοι σας φοβούνται, μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε τι φταίει και εγώ δεν μπορώ να τρομάξω κανέναν στον κήπο;"
Το λιοντάρι θυμωμένο κατέβηκε από τον βράχο του, την πλησίασε και της έβαλε φωνή δυνατή: "Εμένα όλοι με φοβούνται για τα κοφτερά μου δόντια, και τα γαμψά μου νύχια με τα οποία μπορώ να κατασπαράξω ακόμα και ελέφαντα. Εσένα, μια άκακη και γλυκούλα κολοκύθα, γιατί να σε φοβηθούν;"
Η κολοκύθα τρόμαξε τόσο μόλις το άκουσε που το έβαλε στα πόδια. Καθώς απομακρυνόταν έριχνε κλεφτές ματιές ξωπίσω να δει αν το λιοντάρι την ακολουθούσε, όμως αυτό καθόταν και γελούσε μαζί της και ούτε που έκανε βήμα να την πιάσει. Όταν βρέθηκε αρκετά μακριά, σκέφτηκε: "Είναι αλήθεια πως το λιοντάρι έχει δόντια κοφτερά, και αρχοντική χαίτη αλλά εμένα περισσότερο με τρόμαξε η βροντερή του φωνή. Εμένα πάλι η φωνή μου είναι γλυκιά και απαλή, και μόλις λέω ΜΠΟΥ βάζουν όλοι τα γέλια".
Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να τρομάξει τους άλλους. Μόλις έφτασε λοιπόν στον κήπο, φόρεσε μια τρομακτική μασέλα με κοφτερά δόντια, καθώς και μια περούκα σαν αυτές που φοράνε συνήθως τα σκιάχτρα. Έπειτα έβαλε ένα μυτερό καπέλο και πήρε μια σκούπα. Περίμενε καλά καλά να πέσει το σκοτάδι και να μαζευτούν όλα τα φρούτα και τα λαχανικά γύρω από την φωτιά που συνήθως άναβαν για να ζεσταθούν στην μέση του κήπου. Τότε, και αφού σιγούρεψε πως είχαν μαζευτεί όλοι, εμφανίστηκε μπροστά τους μασκαρεμένη σαν μάγισσα και δεν έβγαλε άχνα, παρά μόνο έκανε βήματα προς το μέρος τους. Αυτά τρόμαξαν πολύ μόνο που την είδαν, και δεν κατάλαβαν ότι ήταν η γνωστή τους κολοκύθα.
Άρχισαν να κρύβονται πίσω από δέντρα και πέτρες, και δεν βρέθηκαν παρά μόνο λίγα θαραλλέα σπανάκια να την ρωτήσουν: "Ποια είσαι;"
Τότε η κολοκύθα, με την γλυκιά της φωνούλα, τους έκανε ένα μεγάλο "ΜΠΟΥ" και ξέσπασε σε γέλια. Όλα τα φρούτα και λαχανικά την αναγνώρισαν και ανακουφίστηκαν. Ξέσπασαν κι αυτά σε γέλια, και άρχισε να κάνει ο ένας στον άλλο "ΜΠΟΥ" κοροϊδευτικά.
Από τότε πήραν το μάθημά τους, και δεν ξανακορόιδεψαν ποτέ την κολοκύθα για την γλυκιά της φωνή. Αυτή πάλι λέγεται πως αναδείχτηκε σε μεγάλο αστέρα της γιορτής του Χάλογουιν.