Κάποτε ζούσε ένας εξαιρετικός μουσικός, ο οποίος ήταν ολομόναχος στο δάσος. Σκέφτηκε: "ο χρόνος περνάει δύσκολα εδώ κάτω από τα δέντρα, καλύτερα να βρω συντροφιά για να περνάει η ώρα μου".
Τότε έβγαλε τον αυλό από την τσάντα του, και άρχισε να παίζει ώστε να ακουστεί μέσα από τα δέντρα και να τραβήξει την προσοχή. Και δεν άργησε πολύ μέχρι που εμφανίστηκε ένας λύκος, ο οποίος πήγε και κάθισε ακριβώς μπροστά του να απολαύσει την μουσική. Ο μουσικός φοβήθηκε, μα δεν σταμάτησε να παίζει. Τότε ο λύκος του είπε:
"Καλέ μου μουσικέ, αν με αφήσεις μόνο να τραγουδήσω μαζί σου, θα γίνουμε φίλοι και θα έχεις τη συντροφιά μου στο τραγούδι σου".
Ο μουσικός συμφώνησε, όμως ο λύκος, κακόφωνος από την φύση του, αντί να τραγουδάει άρχισε να αλυχτάει, και το ουρλιαχτό του ακούστηκε σαν μια μεγάλη παραφωνία. Τόσο νευρίασε ο μουσικός από το άκουσμα που αναγκάστηκε να τον διώξει, και προτίμησε να μείνει μόνος του.
Όμως πάλι, μετά από λίγες ώρες, σκέφτηκε: "η ώρα περνάει δύσκολα εδώ στο δάσος, και θα ήθελα πολύ να έχω καλή παρέα". Τότε για ακόμη μια φορά έβγαλε τον αυλό από την τσάντα του, και άρχισε να παίζει δυνατά μουσική. Αυτή την φορά τον πλησίασε μια πονηρή αλεπού, η οποία του είπε:
"Καλέ μου μουσικέ, εγώ δεν είμαι σαν τον λύκο. Η φωνή μου είναι γλυκιά και με αυτήν μπορώ να βγάλω πάνω από σαράντα διαφορετικούς ήχους. Σύντομα θα δεις πως αν με αφήσεις να προσπαθήσω, θα γίνουμε φίλοι και θα έχεις τη συντροφιά μου στο τραγούδι σου".
Ο μουσικός συμφώνησε. Η αλεπού έβαλε τα δυνατά της, και άρχισε να βγάζει πολλούς διαφορετικούς ήχους, κανένας εκ των οποίων δεν θύμιζε τραγούδι. Ο μουσικός παραξενεύτηκε, αλλά αφού την είδε να προσπαθεί, συνέχισε να παίζει τον αυλό, ελπίζοντας πως η φωνή της θα βελτιωθεί. Όμως μετα από λίγο μαζεύτηκε τριγύρω ολόκληρο κοπάδι από αλεπούδες, η καθεμία εκ των οποίων ούρλιαζε με διαφορετικό τρόπο. Τόσο φριχτό ήταν το άκουσμα, που ο μουσικός μάζεψε τα πράγματά του επί τόπου και έτρεξε να ξεφύγει.
Μετά από λίγο, και αφού ο μουσικός έχασε τις αλεπούδες, είδε σε ένα κλαρί μια κουκουβάγια. Αυτή τον ρώτησε:
"Θα μπορούσες καλέ μου μουσικέ να παίξεις μουσική ώστε να δοκιμάσω το ταλέντο μου στο τραγούδι;"
Αυτός απάντησε:
"Καλή μου κουκουβάγια, πολύ θα το ήθελα, αλλά ως τώρα στο δάσος δεν έχω συναντήσει ούτε ένα ζώο με αρκετά καλή φωνή να συγκριθεί με το ταλέντο μου".
Η κουκουβάγια, αντί να θυμώσει, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τότε του είπε: "πήγαινε και κάθισε κάτω από το δέντρο, και θα βρεις αυτό που ψάχνεις".
Ο μουσικός άκουσε την σοφή κουκουβάγια και κάθισε κάτω από το δέντρο να ξεκουραστεί. Περίμενε αρκετή ώρα, μήπως εμφανιστεί κάποιο ζώο με καλή φωνή, τόσο που στο τέλος αποκοιμήθηκε. Μετά από λίγο όμως, τον ξύπνησε το μαγευτικό κελάηδισμα ενός αηδονιού. Τότε αυτός έβγαλε για ακόμη μια φορά τον αυλό από την τσάντα του, και άρχισε να παίζει μουσική.
Το αηδόνι τον πλησίασε και κάθισε στον ώμο του, συνεχίζοντας να κελαηδάει. Και οι δυο τους έπαιζαν μουσική, και έκαναν τόσο όμορφη παρέα που κανένας απ' τους δυο δεν ήθελε να σταματήσει.