Είναι φθινόπωρο. Από την μια πλευρά η όχθη της ταραγμένης θάλασσας. Τα πολυάριθμα πλοία που έχουν δέσει στο λιμάνι τραντάζονται από τα κύματα. Από την άλλη πλευρά ξεπροβάλλουν λογής λογής δέντρα με κιτρινισμένα φύλλα, τα οποία από τον δυνατό άνεμο ξεκολλάνε απ' τα κλαδιά τους και πέφτουν κάτω. Λίγο πιο κάτω, στην βάση ενός πέτρινου τείχους, βρίσκεται ένα κτίριο περιφραγμένο με ογκώδεις πασσάλους. Ανάμεσά τους δεν υπάρχουν παρά μόνο μικρές χαραμάδες απ' τις οποίες μετά βίας χωράει να περάσει το φως, το οποίο φτάνει μέχρι τις σιδεριές των χαμηλών παραθύρων.
Στα υπόγεια αυτής της φυλακής φυλάσσονται οι πιο σκληρόκαρδοι εγκληματίες, μακριά απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Θεός όμως στέλνει το φως του και στους καλούς και στους κακούς, και έτσι, μια ακτίδα φωτός φτάνει στο κελί ενός ληστή. Αυτός ταράζεται, αλλά κλείνει τα μάτια και ακουμπάει το κουρασμένο του κορμί κόντρα στον τοίχο. Τότε, ένα μικρό πουλάκι, ένα αηδόνι, πετάει προς το παράθυρό του, και λούζεται από το φως της αχτίδας. Ίσα ίσα που προλαβαίνει να του τιτιβίσει δυο φωνούλες.
Ο κακός, αλυσοδεμένος εγκληματίας ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το πουλί απορημένος, έπειτα με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. Έξω είναι φθινόπωρο, όμως η μόνη σκέψη που έρχεται στο μυαλό του είναι η Άνοιξη και η ευωδία των λουλουδιών.
Κάνει να πλησιάσει το πουλί, όμως από μακριά ακούγεται το κέρας ενός κυνηγού, και το πουλί τινάζεται στον αέρα να σωθεί. Αυτός μαζεύει τα χέρια του, κλείνει τα μάτια, και για ακόμη μια φορά αφήνεται στην λύπη του, κρύβοντας το πρόσωπό του. Το πουλάκι πετάει μακριά. Ο ληστής με τα μάτια κλειστά νιώθει το φως της αχτίδας να σβήνει.
Δεν προλαβαίνει να ανοίξει τα μάτια του και θαμπώνεται για ακόμη μια φορά από το φως της αχτίδας, μέσα στο οποίο ίσα ίσα που αναγνωρίζει την σιλουέτα του αηδονιού να επιστρέφει κρατώντας κάτι στο ράμφος. Πρόκειται για ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, γεμάτο δροσιά στα πέταλα, το οποίο του αφήνει στο παράθυρο.
Αυτός παίρνει το λουλούδι και γεμίζει τα ρουθούνια του με το άρωμά του. Η ακτίδα για τελευταία φορά χάνεται, μαζί και το αηδόνι, το οποίο πετάει για ξένους ουρανούς. Ο ληστής χάνεται στην ευωδία του τριαντάφυλλου. Αν έξω είναι φθινόπωρο, στην καρδιά του μόλις ήρθε η άνοιξη.