Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας φτωχός χωρικός, ο οποίος έβγαζε το ψωμί του κουβαλώντας ξύλα στο χωριό με τα δυο του βόδια. Μια μέρα που επισκέφτηκε τον δάσκαλο του χωριού, ζήλεψε που τον είδε μορφωμένο και το ράφι του γεμάτο βιβλία. Και έτσι τον ρώτησε αν θα μπορούσε κι αυτός να γίνει δάσκαλος, και να ξέρει όσα ένας δάσκαλος, δηλαδή να τα ξέρει όλα.
«Βεβαίως», του είπε ο δάσκαλος, «και πολύ γρήγορα μάλιστα».
«Τι θα πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο χωρικός.
«Πρώτα απ' όλα, θα αγοράσεις ένα αλφαβητάρι. Μετά θα πουλήσεις το καρότσι σου και τα δυο βόδια και θα αγοράσεις έναν μαύρο πίνακα και κιμωλίες, και θα τρίψεις τα χέρια σου με αυτές ώστε να φαίνονται πάντα άσπρα. Τέλος, θα φτιάξεις μια επιγραφή με τα γράμματα 'Ο δάσκαλος που-τα-ξέρει-όλα' και θα την κρεμάσεις έξω από το σπίτι σου.»
Ο χωρικός τα έκανε όλα, όπως ακριβώς του τα είπε ο δάσκαλος. Η γυναίκα του όμως, η Γκρέτε, άρχισε να τον κοροϊδεύει, αφού ήξερε πως δεν ήταν παρά ένας αμόρφωτος χωρικός, ο οποίος δεν ήξερε καλά καλά να μετράει. Αυτός βάλθηκε να της αποδείξει ότι τα ήξερε όντως όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, από το σπίτι κάποιου πλουσίου χάθηκαν πολλά χρυσά φλουριά. Κάποιος του είπε για τον δάσκαλο που-τα-ξέρει-όλα, και του πρότεινε πως ίσως κάποιος τόσο μορφωμένος άνθρωπος σαν αυτόν θα μπορούσε να του πει που είχαν πάει τα λεφτά. Έτσι ο πλούσιος πήρε την άμαξά του, πήγε στο χωριό και ζήτησε τον δάσκαλο που τα ήξερε όλα.
«Θα ήθελα να έρθετε μαζί μου και να με βοηθήσετε να βρω ποιος πήρε τα κλεμμένα μου χρυσά φλουριά».
«Ναι αλλά θα ήθελα να έρθει και η σύζυγός μου η Γκρέτε μαζί», του απάντησε ο χωρικός.
Ο πλούσιος συμφώνησε και τους έβαλε στην άμαξα. Μαζί έφτασαν στο παλάτι του πλουσίου, όπου αυτός του προσκάλεσε στο μεσημεριανό φαγητό. «Παρακαλώ να έρθει και η σύγυζός μου η Γκρέτε στο τραπέζι», είπε ο χωρικός, και έτσι κάθισαν όλοι μαζί.
Όταν ο πρώτος υπηρέτης έφερε την πιατέλα με το φαγητό, ο χωρικός έκανε νόημα στην γυναίκα του και της είπε: «Γκρέτε, αυτός είναι ο ένα», θέλοντας να της δείξει πόσο καλά είχε μάθει την αριθμητική.
Ο υπηρέτης ωστόσο, ο οποίος είχε κλέψει τα χρυσά φλουριά μαζί με τους άλλους υπηρέτες την προηγούμενη μέρα, νόμισε πως ο δάσκαλος όντως τα ήξερε όλα και πως τον είχε καταλάβει. Έτσι γέμισε φόβο, και είπε στους συντρόφους του στα κρυφά: «Ο δάσκαλος τα ξέρει όλα. Είπε μπροστά σε όλους πως είμαι ο πρώτος.»
Ο δεύτερος δεν ήθελε καν να πάει, αλλά τελικά αναγκάστηκε αφού δεν ήθελε να πάει και κανένας άλλος στην θέση του. Μόλις μπήκε στην αίθουσα κρατώντας την πιατέλα, ο χωρικός είπε στην γυναίκα του, «Γκρέτε, αυτός είναι ο δύο».
Μόλις ο δεύτερος βγήκε έξω, ο τρίτος φοβήθηκε και αρνήθηκε να πάει με τη σειρά του. Έτσι πήρε την πιατέλα ο τέταρτος, ο οποίος μπήκε στο δωμάτιο. Μόλις τον είδε, ο χωρικός, ο οποίος δεν ήξερε καλά καλά ακόμα την αριθμητική, μπερδεύτηκε και είπε στην γυναίκα του «Γκρέτε, αυτός είναι ο τέσσερα.»
Μετά από αυτό ο υπηρέτης φοβήθηκε πολύ και έκανε νόημα στον χωρικό να πάει έξω. Και οι τέσσερις ομολόγησαν ότι είχαν κλέψει τα φλουριά, και του πρότειναν να του τα δώσουν και ακόμη παραπάνω, αρκεί να μην τους έδινε στο αφεντικό τους, γιατί αλλιώς αυτός θα τους κρεμούσε. Του έδειξαν που είχαν κρύψει τα φλουριά στον κήπο, και αυτός, αφού έμεινε ικανοποιημένος με την απάντησή τους, πήγε μέσα και κάθισε πάλι στο τραπέζι.
Μόλις γύρισε στο τραπέζι, ο πλούσιος του είπε: «αφού τα ξέρεις όλα, θα πρέπει να μου πεις που βρίσκονται τα φλουριά μου».
«Και τώρα», είπε ο χωρικός, «θα κοιτάξω στο βιβλίο μου να δω που είναι κρυμμένα τα φλουριά». Τότε έβγαλε το αλφαβητάρι από την τσάντα του, και έψαξε τις σελίδες μια μια, μέχρι που βρήκε μια που έδειχνε ένα δέντρο στον κήπο. Το έδειξε στον πλούσιο, έπειτα αυτός πήρε το φτυάρι και έσκαψε στις ρίζες του δέντρου όπου τα βρήκε θαμμένα.
Και έτσι ο χωρικός είπε στον πλούσιο που βρισκόταν τα φλουριά αλλά δεν του είπε ποιος τα έθαψε εκεί. Και έτσι πήρε μια μεγάλη αμοιβή από τη συμφωνία με τους υπηρέτες αλλά και έγινε γνωστός ως ο δάσκαλος που τα ήξερε όλα.