Στο σπίτι ενός συγγραφέα, εκεί που το μελανοδοχείο στέκεται πάνω στο τραπέζι, μια φορά ακούστηκε:"Είναι υπέροχο τι μπορεί να βγει από το μελάνι σε ένα μελανοδοχείο. Τι θα ακολουθήσει; Τι θα έρθει μετέπειτα;"
"Σίγουρα", είπε το μελανοδοχείο στην πένα, καθώς και στα κείμενα που βρισκόντουσαν στο τραπέζι. "Και γω δεν ξέρω τι θα βγει κάθε φορά που αυτός ο άντρας βουτάει μέσα μου την πένα. Μια σταγόνα από το μελάνι μου είναι αρκετή για να γεμίσει μισή σελίδα χαρτί, η οποία μπορεί να περιέχει τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο. Από εμένα και χάρη σε μένα προέρχονται όλα αυτά τα υπέροχα γραπτά. Όλοι αυτοί οι φανταστικοί ήρωες με τους οποίους οι άνθρωποι ταυτίζονται. Όλο αυτό το βαθύ συναίσθημα, το γέλιο, οι ολοζώντανες εικόνες της φύσης. Και γω δεν ξέρω πως, αφού γνωρίζω ελάχιστα για την φύση, όμως βγαίνουν."
"Έχεις κάποια δίκαια", είπε η πένα, "γιατί δεν σου χρειάζεται να σκεφτείς καν. Αν το έκανες, θα έβλεπες πως εσύ παρέχεις μόνο τα μέσα. Δίνεις το μελάνι ώστε εγώ να το τοποθετήσω πάνω στο χαρτί, και να το φέρω στο φως. Είναι λοιπόν η πένα που γράφει, και δεν το αρνείται κανένας άνθρωπος."
Αργά το βράδυ, ο συγγραφέας γύρισε σπίτι. Είχε κάνει έναν χαλαρό περίπατο μέσα στο δάσος, και τόσο πολύ μαγεύτηκε από τους ήχους που άκουσε που θέλησε να τους αποτυπώσει στο χαρτί. Πολύ περισσότερο όμως, θαύμασε το μεγαλείο της φύσης, τον μαγικό τρόπο που τα χρώματα του δάσους, το φως και οι ήχοι έδεναν μεταξύ τους. Πάνω απ' όλα, μαγεύτηκε από την ίδια την φύση και τον τρόπο που το χέρι του Θεού είχε ενορχηστρώσει τα πάντα. Μόλις πήρε την πένα, την βούτηξε στο μελάνι, και άρχισε να περιγράφει στο χαρτί την βόλτα του στην φύση με κάθε λεπτομέρεια και άφθονο συναίσθημα. Μόλις η πένα στέγνωσε από μελάνι και το μελανοδοχείο έδωσε την τελευταία του σταγόνα, αυτός πήρε ένα μολύβι και σημείωσε την τελευταία φράση στο χαρτί: "πως είναι δυνατόν να μην υπάρχει Δημιουργός, όταν όλα στην φύση είναι τόσο τέλεια οργανωμένα μεταξύ τους, σαν κάποιος αόρατος μαέστρος να διευθύνει αυτή την υπέροχη ορχήστρα."
Και οι δυό τους, η πένα και το μελανοδοχείο, κατάλαβαν πως δεν ήταν παρά όργανα στα χέρια ενός δημιουργού που έχτιζε κόσμους με την φαντασία του. Αυτός πάλι ξάπλωσε στο κρεβάτι και με την φρέσκια ανάμνηση των ήχων της φύσης άφησε την φαντασία του να χτίσει ολόκληρα παλάτια και πολιτείες μακρινές.