Πολλοί πιστεύουν ότι τα ψάρια ήταν από πάντα ψάρια, και κανένα ποτέ δεν έζησε έξω από το νερό. Αλλά αν πάει κανείς στην Αυστραλία και ρωτήσει τους ιθαγενείς που ζουν στην έρημα, θα του πουν κάτι αλλιώτικο. Λένε λοιπόν, πως τα πολύ παλιά χρόνια μια φυλή από ψάρια, η οποία ζήλεψε πολύ τους ανθρώπους, αποφάσισε να ζήσει στην στεριά. Έτσι βγήκαν από το νερό, και άρχισαν να ζουν νομαδικά στην στεριά, δηλαδή να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, και να κυνηγούν λογής λογής άλλα ζώα. Αλλά αν σκεφτεί κανείς πως τα ψάρια δεν έχουν πόδια, καταλαβαίνει πόσο δύσκολη θα ήταν η ζωή τους.
Μια μέρα που η φυλή των ψαριών επέστρεψε από το κηνύγι, αναζήτησε μια ήρεμη, προφυλαγμένη μεριά για να ξεκουραστεί. Είχε πάρα πολύ ζέστη, και έτσι σκέφτηκαν πως το καταλληλότερο μέρος θα ήταν στην σκιά ενός μεγάλου δέντρου, το οποίο είχε ρίζες στις όχθες ενός ποταμού. Έτσι άναψαν την φωτιά τους για να μαγειρέψουν, όπως ακριβώς είχαν δει παλιότερα ανθρώπους να την ανάβουν, εκεί ακριβώς στις όχθες του ποταμού, τρίβοντας ξύλα. Αλλά όσο μαγειρεύονταν το φαγητό, αυτά ξάπλωσαν στο γρασίδι και ούτε που κατάλαβαν ότι ο ήλιος είχε κρυφτεί και μαζεύτηκαν από πάνω τους μαύρα σύννεφα. Και έτσι, μόλις άρχισε να βρέχει, η φωτιά που είχαν ανάψει έσβησε. Καθώς όμως δεν είχαν σπίρτα στην έρημο, δεν κατάφεραν να την ξανανάψουν. Τότε άρχισε να φυσάει δυνατός άνεμος, και τα ψάρια που ήταν βρεγμένα απ' την βροχή άρχισαν να κρυώνουν.
"Θα πεθάνουμε από το κρύο αν δεν ξανανάψει η φωτιά", σκέφτηκε το σοφό ψάρι της φυλής. Τότε έβαλε δυο άλλα ψάρια να τρίψουν μεταξύ τους ξύλα, ώστε να βγει φωτιά, καθώς και τσακμακόπετρες. Αλλά καθώς όλα ήταν βρεγμένα από την βροχή, δεν μπόρεσαν να βγάλουν φωτιά. "Μα πως το καταφέρνουν οι άνθρωποι;"
"Ας προσπαθήσω και γω", είπε ένα άλλο ψάρι, αλλά δεν είχε καλύτερη τύχη, και έπειτα ένα - ένα τα ψάρια έπαιρναν τα ξύλα και προσπαθούσαν με την σειρά τους να ανάψουν πάλι τη φωτιά. Και κανένα δεν κατάφερνε να την ανάψει, και όλα μαζί αναρωτιόντουσαν πως το καταφέρνουν οι άνθρωποι. Μα ούτε στιγμή δεν σκέφτηκαν να μπουν στο ποτάμι, αφού το νερό θα ήταν κρύο.
"Δεν έχει νόημα", είπε ο το σοφό ψάρι. "Τα ξύλα είναι βρεγμένα. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ξαναβγεί ο ήλιος. Αν δεν πεθάνουμε από το κρύο πρώτα." Τότε ένα πολύ μικρό ψάρι, στο μέγεθος της ανθρώπινης παλάμης, γονάτισε μπροστά στον σοφό της φυλής και του είπε: "Έχω δει ένα μαγικό κόλπο από τους ανθρώπους, με το οποίο θα καταφέρω να ξανανάψω την φωτιά."
Τότε το ψάρι έκοψε ένα κομμάτι κορμού από το δέντρο, και το έβαλε πάνω στις στάχτες, οι οποίες ακόμα σιγόκαιγαν. Έπειτα φύσηξε δυνατά, ώσπου βγήκε μια μικρή φλόγα από αυτές. Τότε μαζεύτηκαν και τα άλλα ψάρια της φυλής, και άρχισαν να φυσούν και αυτά δυνατά, ώσπου η φωτιά αναζωπύρωσε και το ξύλο άρχισε να αρπάζει. Αλλά ο άνεμος φυσούσε δυνατά, και η φωτιά κινδύνευε να χαθεί. Έκαναν λοιπόν όλα μαζί τα ψάρια έναν κύκλο γύρω από τις στάχτες, και γύρισαν τις πλάτες τους στον άνεμο για να την προστατέψουν.
"Περισσότερο ξύλο", είπε το σοφό ψάρι. Και τότε όλα μαζί τα ψάρια άρχισαν να ξυλώνουν τον κορμό του δέντρου. Με αυτό η φλόγα φούντωσε και δυνάμωσε.
"Σύντομα θα ζεσταθούμε", έλεγε το ένα ψάρι στο άλλο, και μαζεύονταν γύρω γύρω απ' τα ξύλα της φωτιάς, η οποία έκαιγε δυνατά, τόσο που ξέχασαν ότι με τις πλάτες τους προστάτευαν την φλόγα απ' τον άνεμο. Τότε ο άνεμος φύσηξε δυνατά, και την έριξε καταπάνω τους!
Αυτά τρομοκρατημένα, και χωρίς να ξέρουν που πατάνε, έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο, και όλα μαζί μέσα στο ποτάμι. Και τότε κατευθείαν ένιωσαν το κρύο νερό του ποταμού, και άρχισαν να τουρτουρίζουν μέσα στο νερό. Αλλά μετά από λίγο θυμήθηκαν πως έχουν λέπια, τα οποία όταν βρίσκονται μέσα στο νερό, τα προστατεύουν από το κρύο, και έτσι σταμάτησαν να κρυώνουν. Τότε ο άνεμος φύσηξε τόσο δυνατά που παρέσυρε τα αναμμένα ξύλα μέσα στο νερό και στον βυθό του, όπου η φωτιά τους έσβησε μέχρι την τελευταία της λάμψη.
Τα ψάρια μαζεύτηκαν γύρω από τα ξύλα, για να απολαύσουν την τελευταία τους ζεστασιά. Μόλις έσβησε και το τελευταίο, αποφάσισαν όλα μαζί να μείνουν κάτω απ'την επιφάνεια του νερού και όσο πιο κοντά στον βυθό γίνεται, αφού εκεί το νερό τους πρόσφερε πιο απλόχερα την ζεστασιά του.