Κάποτε στην Αρχαία Ελλάδα ζούσε ένας εφευρέτης πιο σπουδαίος και από τον Δαίδαλο, του οποίου το όνομα έχει χαθεί στην ιστορία. Ο εφευρέτης λοιπόν αυτός, εκλεκτός του θεού Αίολου, είχε δημιουργήσει ένα μηχάνημα που μπορούσε, αξιοποιώντας την δύναμη του ανέμου, να κάνει το οτιδήποτε να πετάξει ψηλά στον αέρα.
Έτσι μια μέρα, θέλοντας να αποδείξει στους συνανθρώπους του πόσα μπορούσε να καταφέρει με το μηχάνημα του, τους μάζεψε γύρω από έναν τεράστιο ογκόλιθο που βρίσκονταν στους πρόποδες του Ολύμπου. Αφού ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του μαζί με την μηχανή του, την έβαλε μπρος και τότε άρχισαν να φυσούν δυνατοί άνεμοι, οι οποίοι σήκωσαν τον βράχο ψηλά στον αέρα, μαζί και τον εφευρέτη.
Οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν τριγύρω έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Όσο πιο δυνατά φυσούσε, τόσο πιο ψηλά αιωρούνταν ο ογκόλιθος στον ουρανό. Ο άνεμος όμως ήταν τόσο δυνατός που ξερίζωνε δέντρα και έπαιρνε τις σκεπές των σπιτιών, ενώ τα ζώα και οι άνθρωποι με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφερναν να παραμείνουν στο έδαφος και πιανόντουσαν απ' όπου έβρισκαν.
"Κάποιος να τον σταματήσει", φώναζαν όλοι από κάτω. Αυτός όμως, όσο περισσότερο δυνάμωνε ο άνεμος και όσο πιο ψηλά πετούσε ο ογκόλιθος, τόσο περισσότερο το απολάμβανε και καυχιόταν. "Σε λίγο θα φτάσω τους θεούς του Ολύμπου", τους φώναξε από ψηλά.
Μόλις το άκουσε ο Διας από το παλάτι του στον Όλυμπο, έριξε από ψηλά έναν πολύ δυνατό κεραυνό ο οποίος κομμάτιασε τον γιγαντιαίο ογκόλιθο. Τα κομμάτια του καρφώθηκαν με πάρα πολύ μεγάλη δύναμη στο έδαφος της Θεσσαλίας, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Είναι τα γνωστά μας Μετέωρα, τα οποία στέκουν αγέρωχα μέχρι σήμερα για να προκαλούν το ανθρώπινο δέος.