ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας καλικάντζαρος που τον έλεγαν Κοψαχείλη, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να κοροϊδεύει τους παπάδες.
Μια μέρα, έτυχε να βρεθεί στο δρόμο του ένας παππούλης γερασμένος, μόνος και αβοήθητος, ο οποίος μόλις είχε πάρει το ράσο του και το καπέλο του από το καθαριστήριο. Του Κοψαχείλη τότε του μπήκε μεγάλος πειρασμός, και έτσι αργός που ήταν ο παππούλης και με μόνο τη μαγκούρα του να προστατευτεί, του έκλεψε τα ράσα μέσα απ' τα χέρια και άρχισε να τρέχει. Ο παπάς τον πίσω ξωπίσω όσο μπορούσε, όμως σύντομα τον έχασε.
Λίγο πιο κάτω στο δρόμο του όμως ο Κοψαχείλης πέτυχε μια περιπολία φρουρών του βασιλιά, οι οποίοι αν τον καταλάβαιναν, σίγουρα θα τον έκαναν τόπι στο ξύλο. Για να τους ξεφύγει, φόρεσε όπως όπως το ράσο και το καπέλο και παρίστανε τον παπά. Το κόλπο του πέτυχε: έτσι κουρασμένοι και άυπνοι που ήταν οι φρουροί, νόμισαν πως ήταν ο παπάς της ενορίας. "Την ευλογία σας Πάτερ", του είπαν, δίχως να προσέξουν ότι δεν είχε γένια.
Έτσι κι αυτός, το πήρε πάνω του και άρχισε να παριστάνει τον παπά. Αφού βρήκε ψεύτικο μούσι και έβαλε, μόλις βρήκε Εκκλησία τρύπωσε μέσα και άρχισε να ψέλνει, όμως όταν μετά από λίγο οι πιστοί άρχισαν να τον υποψιάζονται, το έβαλε κατευθείαν στα πόδια.
Λίγο πιο κάτω ξαναπέτυχε φρουρούς, οι οποίοι τον μάζεψαν όπως όπως. "Ο παπάς που θα τελούσε το γάμο του γιου του βασιλιά αγνοείται", του είπαν και τον διέταξαν να τελέσει αυτός το μυστήριο ώστε να μη θυμώσει ο βασιλιάς. Αυτός πάλι, που αυτή τη φορά δεν είχε καν δικαίωμα να πει όχι, με το που τον άφησαν μόνο στην Εκκλησία άρχισε να κάνει πρόβα το μυστήριο ώστε να μην τύχει και κάνει λάθος και τον καταλάβουν.
Έβαλε τα δυνατά του. Έτσι, όταν κατέφθασε ο βασιλιάς με το γιο του και τη νύφη, όχι μόνο τα κατάφερε και τους πάντρεψε, αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας να τον υποψιαστεί, ούτε άνθρωπος, μα ούτε και οι συγγενείς του οι Καλικαντζάροι που είχαν ντυθεί τα καλά τους και παρακολούθησαν ήσυχα ήσυχα το μυστήριο χωρίς να βγάλουν άχνα. Τελευταία στιγμή όμως, από την πόρτα της Εκκλησίας ξεπρόβαλε ο γεράκος παπάς απ' τον οποίο είχε πάρει τα ράσα στην αρχή της ιστορίας μας, και αποκάλυψε την απάτη του.
Αυτός τότε, πέταξε το ψεύτικο μούσι και τα ράσα, και πριν καλά καλά προλάβουν οι φρουροί να τον συλλάβουν, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να φύγει.
Όταν με τα πολλά επέστρεψε στο υπόγειο των Καλικαντζάρων και τους διηγήθηκε την ιστορία, αυτοί βάλαν τα γέλια μαζί του, λέγοντάς του: "έγινες... λαγός δίχως πετραχήλι!".