ΜΙΑ ΣΟΜΠΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι είχε κουραστεί να καίει ασταμάτητα τις κρύες νύχτες του χειμώνα και αναπολούσε τον καλοκαιρινό ήλιο.
"Αμήν και πότε να έρθει το καλοκαίρι", έλεγε στις άλλες συσκευές στο σπίτι. Ώσπου μια μέρα, έτυχε να της πετάξει η νοικοκυρά ένα κομμάτι εφημερίδας που έλεγε ότι στην Αυστραλία που βρίσκεται στο Νότιο Ημισφαίριο είχε ήλιο με δόντια και υψηλές θερμοκρασίες, αφού εκεί είναι καλοκαίρι όταν στην Ελλάδα έχουμε χειμώνα.
"Στην Αυστραλία θα πάω!", αναφώνησε η σόμπα και δίχως να χάσει χρόνο πήγε στον υπολογιστή για να κλείσει εισιτήρια. "Και αν χειμωνιάσει εκεί σε λίγους μήνες πάλι, τι θα κάνεις;", τη ρώτησαν οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού, μα αυτή είχε κουραστεί τόσο απ' τη βαρυχειμωνιά που δεν άκουγε τίποτα. Έτσι λοιπόν αγόρασε τα πιο ακριβά εισιτήρια που βρήκε.
Έπειτα έφτιαξε τις βαλίτσες της και μπήκε σε ένα ταξί για να πάει στο αεροδρόμιο. Στο δρόμο όμως έπιασε μπόρα δυνατή και το ταξί κόλλησε ώρες ολόκληρες στην κίνηση χωρίς να κάνει βήμα. Όταν με τα πολλά κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της, το αεροπλάνο για Αυστραλία είχε ήδη πετάξει.
Απογοητευμένη η καλή μας σόμπα γύρισε πίσω στο σπίτι. "Ας είναι, θα πάω με τρένο", είπε και μπήκε στο internet για να κλείσει εισιτήρια τρένου. "Κι αν όταν φτάσεις είναι χειμώνας εκεί;", τη ρώτησαν οι άλλες συσκευές στο σπίτι, μα κι αυτή τη φορά δεν την άκουσε. Έτσι λοιπόν πήρε το πρώτο τρένο και άρχισε να ταξιδεύει από χώρα σε χώρα για να βρει τον ήλιο.
Ταξίδεψε και ταξίδεψε, και άλλαξε τόσε πολλές φορές τρένο που κάποια στιγμή έχασε το μέτρημα. Πέρασε μέσα από κρύα βουνά και χιονισμένες πεδιάδες, μα ήλιο δεν βρήκε πουθενά. Ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκε και ένιωσε να της λείπει το σπίτι της. "Ας πάω πίσω, θα έχει έρθει το καλοκαίρι τώρα", σκέφτηκε και έβγαλε εισιτήριο επιστροφής, μα όταν κοίταξε το ημερολόγιο κατάλαβε πως δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγες εβδομάδες.
Όταν με τα πολλά όμως έφτασε πίσω στην Ελλάδα είδε έναν ήλιο λαμπερό στον ουρανό που θα τον ζήλευε ακόμα και το καλοκαίρι. "Πως γίνεται;", αναρωτήθηκε και κοίταξε το ημερολόγιό της να σιγουρευτεί τι εποχή ήταν. Πράγματι ήταν ακόμη Γενάρης.
Τότε είδε ένα χαριτωμένο πουλί, μια αλκυόνα, να πετάει από μπροστά της και να κάθεται σε ένα βράχο για να χαρεί τον ήλιο και να γεννήσει αβγά. "Στη χώρα μας τον πιο όμορφο ήλιο τον έχει μέσα στο καταχείμώνο", της είπε αυτό και της εξήγησε πως κάθε Γενάρη για μερικές ημέρες πάντα βγαίνει ήλιος για θυμίσει όσους έχουν κουραστεί από τη βαρυχειμωνιά πως η άνοιξη δεν είναι και τόσο μακριά όσο νομίζουν.
Έτσι και η σόμπα μόλις το άκουσε, αφού απόλαυσε τον χειμωνιάτικο ήλιο, γύρισε πίσω στο σπίτι της και περίμενε υπομονετικά μέχρι που ήρθε στην ώρα του πρώτα ο ήλιος της άνοιξης και μετά του καλοκαιριού.