ΕΝΑ ΠΑΓΑΚΙ ΚΑΠΟΤΕ σε μια κατάψυξη ονειρεύοταν πως κάποια μέρα θα έπαιζε σε αγώνα hockey. Έτσι παρακαλούσε μέρα - νύχτα τα άλλα παγάκια να στήσουν αναμεταξύ τους αγώνα, όμως κανένα από αυτά δεν έλεγε να του κάνει το χατίρι. "Δεν είναι μέρος η κρύα κατάψυξη για όνειρα", του απαντούσαν κάθε φορά που τους το πρότεινε και του το ξέκοβαν.
Ώσπου μια κρύα μέρα του χειμώνα, η νοικοκυρά άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και έβγαλε την παγοκύστη από μέσα για να φτιάξει παγωμένο γιαούρτι. Τα παγάκια φοβήθηκαν πολύ μόλις την είδαν και προσπάθησαν να της κρυφτούν, αφού δεν είχαν βγει ποτέ τους έξω από την κατάψυξη. Το καλό μας παγάκι πάλι, που το πήρε απόφαση πως αν κάτι δεν άλλαζε δεν θα έκανε ποτέ το όνειρό του πραγματικότητα, βρήκε την ευκαιρία και με ένα σάλτο πήδηξε από την παγοκύστη πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Έπειτα κρύφτηκε για να μην το δει κανένας πίσω από την ψωμιέρα, πάνω στην οποία η νοικοκυρά είχε ξεχάσει μια εφημερίδα.
"Τι όμορφα και ζεστά που είναι εδώ έξω!", αναφώνησε βλέποντας τη νοικοκυρά να βάζει την παγοκύστη πίσω στην κατάψυξη και να κλείνει την πόρτα του ψυγείου. Έπειτα, και όσο αυτή ήταν απασχολημένη, το παγάκι από περιέργεια πλησίασε την εφημερίδα. Τότε η προσοχή του έπεσε πάνω στην επικεφαλίδα μιας είδησης: "Αγώνες hockey στο νέο παγοδρόμιο στην πλατεία της πόλης μας".
"Να η ευκαιρία μου!", σκέφτηκε, και άφησε την εφημερίδα κάτω. Έπειτα πλησίασε το μισάνοιχτο παράθυρο της κουζίνας, και με ένα σάλτο βγήκε έξω στον χιονισμένο κήπο του σπιτιού, όπου παρατήρησε πως τα πάντα ήταν παγωμένα: από το πιο μεγάλο και ψηλό δέντρο, ως το πιο τοσοδούλικο λουλουδάκι. Δίχως να πτοείται, περπάτησε με σβέλτες κινήσεις ως την κεντρική έξοδο και ξεχύθηκε στους χιονισμένους δρόμους της πόλης για να βρει το παγοδρόμιο.
Περπάτησε και περπάτησε μέσα στην άγρια νύχτα, όμως ο κρύος άνεμος άρχισε να φουντώνει και οι πρώτες στάλες χιονόνερου άρχισαν να δυσκολεύουν πολύ το βηματισμό του. "Είναι σαν την κατάψυξη...", σιγομουρμούρισε και αναρωτήθηκε αν τελικά θα κατάφερνε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Ώσπου κάποια στιγμή είδε μπροστά του μια φωτεινή επιγραφή "ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΟ".
Δίχως να το πολυσκεφτεί, έψαξε για την είσοδο. Μόλις όμως την βρήκε, είδε έναν παχουλό κύριο με κασκόλ και σκουφί να την κλειδαμπαρώνει με αλυσίδες, έπειτα να βάζει το κλειδί στις τσέπες του και να φεύγει μέσα στο κρύο. "Σίγουρα θα υπάρχει άλλος τρόπος να μπω", αναφώνησε αυτό απογοητευμένο και έπειτα άρχισε να ψάχνει τα τείχη του παγοδρομίου σπιθαμή προς σπιθαμή μήπως βρίσκονταν κάποια τρύπα ή χαραμάδα. Και έτσι συνέχισε να ψάχνει δίχως σταματημό για όλη τη διάρκεια της νύχτας, ώσπου κάποια στιγμή ο ήλιος άρχισε να χαράζει.
"Είναι μάταιο", σιγομουρμούρισε για τελευταία φορά μόλις κατάλαβε ότι τα τείχη ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει μέσα. Τότε λοιπόν, κουρασμένο από την πολλή προσπάθεια και απογοητευμένο, έσκαψε μέσα στο χιόνι για να ξεκουραστεί και να προστατευτεί από τις ακτίνες του ηλίου, οι οποίες σίγουρα θα το έλιωναν καθώς ξημέρωνε.
"Ένα παγάκι!", άκουσε μια φωνή να λέει από μακριά. Ήταν μια παρέα από παιδιά, τα οποία το πλησίασαν, το μάζεψαν και το πέταξαν μέσα στο παγοδρόμιο. Έπειτα ξεκλείδωσαν την πόρτα και μπήκαν μέσα για να παίξουν. "Ευκαιρία να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα", σκέφτηκε αυτό, και πήγε και έκατσε δίπλα στον δίσκο hockey.
"Ας παίξουμε με το παγάκι!", αναφώνησαν τα παιδιά και άρχισαν να το πασάρουν αναμεταξύ τους με τα μπαστούνια που είχαν φέρει. Το παγάκι πάλι, τόσο ενθουσιάστηκε που επιτέλους κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, που ζήτησε από τον δίσκο του hockey να παίζουν στους αγώνες εναλλάξ.