ΉΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΝΑΝΟΣ που τον έλεγαν Ισίδωρο, ο οποίος μονίμως αργούσε στα ραντεβού. Όποτε του έλεγαν να πάει παρά δέκα, αυτός πήγαινε και δέκα, και όποτε του έλεγαν και μισή, αυτός πήγαινε ακριβώς. Για όλα όμως έφταιγε που ξεχνούσε να κοιτάξει το ρολόι του και ξεκινούσε ό,τι ώρα πίστευε αυτός για να βρει τους άλλους.
Έτσι όταν μια μέρα το κακό παράγινε, οι άλλοι νάνοι πήγαν στον βασιλιά Όνειρο να διαμαρτυρηθούν. Αναρωτήθηκαν δε, αν το έκανε σκόπιμα ή αν είχε όντως μάθει λάθος τις ώρες. Ο βασιλιάς με τη σειρά του, για να τους βοηθήσει, σκέφτηκε να βάλει τον Ισίδωρο σε δοκιμασία. «Πείτε του να 'ρθεί παρά δέκα», φώναξε στους φρουρούς.
Έτσι ο Ισίδωρος, έφτασε και δέκα. Απόρησε όμως πολύ μόλις είδε το ρολόι του Όνειρου, το οποίο έδειχνε παρά δέκα. «Στην ώρα του ήρθε», είπε στους άλλους νάνους και ζήτησε από τον Ισίδωρο την επόμενη μέρα να ρθει και μισή.
Αυτός με τη σειρά του, την επόμενη μέρα αντί για και μισή έφτασε ακριβώς. Πάλι όμως παραξενεύτηκε, αφού ο Όνειρος έβαλε να αλλάξουν την ώρα στο ρολόι του τοίχου, το οποίο έδειχνε… ακριβώς. «Πάλι στην ώρα σου ήρθες», του είπε ο Όνειρος και συμπλήρωσε: «αύριο θέλω να διαλέξεις, είτε να ρθεις παρά δέκα, είτε και μισή».
Την τρίτη μέρα όμως, ο Όνειρος έβαλε να κρύψουν το ρολόι που είχε στον τοίχο. Έτσι μόλις ο Ισίδωρος έφτασε και κοίταξε να δει τι ώρα ήταν, παραξενεύτηκε που είδε τον τοίχο άδειο.
«Πες μας εσύ τώρα τι ώρα ήρθες», του είπε ο Όνειρος και ο Ισίδωρος τέντωσε το χέρι του να δείξει την ώρα στο δικό του ρολόι, το οποίο αυτή τη φορά είχε… ξεχάσει να φορέσει, αφού πίστευε πως θα κοιτούσαν το ρολόι στον τοίχο.
«Να λοιπόν που βρήκαμε τι φταίει», αναφώνησε ο Όνειρος και οι άλλοι νάνοι λύθηκαν στα γέλια. Μαζί και ο Ισίδωρος, ο οποίος αφού ντράπηκε, πήρε το μάθημά του να κοιτάει το ρολόι του ώστε να μην αργεί στα ραντεβού του.