ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Πυγμαλίωνα και ο οποίος ήταν τόσο αυτάρεσκος που περνούσε ατελείωτες ώρες της μέρας κοιτάζοντας τον εαυτό του σε ένα τόσο δα μικρό καθρεφτάκι που είχε.
Μια μέρα όμως και καθώς είχε βγει με το καθρεφτάκι στο παράθυρο, έτυχε να περάσει από εκεί ένα αηδόνι το οποίο κελαηδούσε όμορφες μελωδίες. Τόσο μαγεύτηκε ο Πυγμαλίωνας που δεν πρόσεξε, με αποτέλεσμα ο καθρέφτης να του πέσει απ' το χέρι και να σπάσει.
Μόλις πήγε να τον μαζέψει από κάτω, είδε πως αυτός είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια, τόσο που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρει τεχνίτη να του τα ξανακολλήσει. "Έσπασες καθρέφτη, επτά χρόνια γρουσουζιά σε περιμένουν!", του είπαν κοροϊδευτικά οι άλλοι νάνοι.
Από εκείνη τη μέρα, οι ώρες του περνούσαν πολύ δύσκολα, αφού πριν απ' αυτό δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει απ' το να κοιτιέται στον καθρέφτη. Έτσι λοιπόν άρχισε να ψάχνει σε όλο το βασίλειο να βρει άλλον καθρέφτη. Απογοητεύτηκε όμως πολύ, αφού όλοι του έκρυβαν τους καθρέφτες τους για να μην τους τους ζητήσει. Με τα πολλά, απευθύνθηκε στον Δαμιανό, ο οποίος είχε εργαστήρι γυαλιού.
"Ίσως απογοητευτείς, καθ' ότι εγώ φτιάχνω μόνο παραμορφωτικούς καθρέπτες", του είπε αυτός και του έδειξε έναν καθρέπτη που τον έδειχνε παχύ σαν αγελάδα. Αυτός τον πήρε, κοίταξε τον εαυτό του καλά καλά και πίστεψε πως ήταν κάποιου είδους αστείο. Παρ' όλα αυτά, τον αγόρασε. Μόλις όμως πήγε στο σπίτι και αφού κατάλαβε πως ο καθρέπτης που αγόρασε δεν έλεγε την αλήθεια, απ' τα νεύρα του τον έριξε κάτω και τον έσπασε. Ύστερα κοίταξε τον εαυτό του στα κομματάκια και νευρίασε ακόμη περισσότερο, αφού κι αυτά παραμόρφωναν την εικόνα του.
Με τα πολλά, εμφανίστηκε μπροστά στον βασιλιά Όνειρο. "Όλοι με κοροϊδεύουν και κανένας δεν θέλει να μου δώσει τον καθρέπτη του. Σας ζητώ λοιπόν να μου δώσετε τον δικό σας", του είπε και ο βασιλιάς θύμωσε πολύ μόλις το άκουσε. Όχι μόνο δεν του έδωσε καθρέπτη για να κοιτιέται, αλλά του επέβαλε ποινή να μην ξανακοιταχτεί σε καθρέπτη για επτά ολόκληρα χρόνια. Όποιος δε του έδινε καθρέπτη, θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά, αφού θα έπρεπε να μάθαινε να ζει χωρίς να κοιτάζει συνέχεια το είδωλό του.
Έτσι ο Πυγμαλίων θυμωμένος μα και απογοητευμένος συνάμα πήγε μια βόλτα στο κοντινό δάσος για να πάρει καθαρό αέρα. Μόλις βρέθηκε κοντά σε μια λίμνη, σκέφτηκε να κοιταχτεί στο νερό για να δει την αντανάκλασή του. Έσκυψε, έριξε νερό στα μάτια του για να βλέπει καλύτερα, ύστερα συγκεντρώθηκε πάνω στο καθρέπτισμά του στο νερό. Τόσο πολύ μάλιστα μαγεύτηκε απ' τη μορφή του, που με τα πολλά... έπεσε μέσα, κάνοντας "μπλουμ". "Βοηθήστε με, θα πνιγώ", αναφώνησε και οι άλλοι νάνοι έσκασαν στα γέλια μόλις τον είδαν, λέγοντάς του: "είσαι τόσο αυτάρεσκος που δεν βλέπεις μπροστά σου". Ύστερα τον βοήθησαν να βγει απ' το νερό και να στεγνώσει τα ρούχα του.
Αυτός πάλι, αφού έγινε κατακόκκινος από ντροπή, πήρε το μάθημά του και από εκείνη τη μέρα αποφάσισε να ζει δίχως να κοιτάγεται συνέχεια στον καθρέπτη.